Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τό ἔτος 439 ἀπό εὐσεβεῖς καί πλουσίους γονεῖς εἰς τήν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικός εἰς τό ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νά μεταβῇ μετά τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τήν Ἀλεξάνδρειαν διά ὑπηρεσιακούς λόγους, ἀναθέτοντας τήν ἀνατροφήν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τόν συγγενῆ του Ἑρμία. Μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα, δυσαρεστηθείς ὁ Σάββας ἀπό τήν συμπεριφοράν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καί ἀπό τήν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξύ τῶν θείων του, Ἑρμίου καί Γρηγορίου, διά τήν ἀνατροφήν του καί τήν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τόν κόσμο καί εἰς ἠλικίαν ὀκτώ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον πού ἔφερε τό ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τήν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καί τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καί ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τήν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καί διέπρεψεν εἰς τήν ἐγκράτειαν τήν σωματικήν κακοπάθειαν, τήν ταπεινοφροσύνην καί τήν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπό 65 τόν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεός νά προμηνύσῃ τήν ἁγιότητα εἰς τήν ὁποία θά ἔφθανε, τόν χαρίτωσε μέ ἀκράδαντον καί θαυματουργόν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μέ τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔκβαλε, σῶος καί ἀβλαβής, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ὁ ἀρτοποιός εἶχε λησμονήσει.
Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τόν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τήν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νά μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νά ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπό δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τήν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τήν ἄδειαν ἔπειτα ἀπό θεϊκήν ὀπτασίαν, καί ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τά Ἱεροσόλυμα καί φιλοξενήθηκε εἰς τήν Μονήν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καί διέμεινε τόν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρός 457. Παρά τάς προτροπάς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καί ἄλλων ἀδελφῶν νά παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τό μυαλό του νά συναριθμηθῇ μέ τούς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτό ἒλαβε τήν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καί πῆγε νά συναντήσῃ τόν Μέγαν Εὐθύμιο.
Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νά κρατήσῃ τόν Σάββαν εἰς τήν Λαύρα του, ἀντιθέτως τόν ἔστειλε εἰς τήν Μονήν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νά φροντίζῃ τόν Σάββα, διότι αὐτός θά διέπρεπε εἰς τήν μοναστικήν ζωήν. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διά νά δώσῃ τό παράδειγμα στόν Σάββα νά μήν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θά ἵδρυε τήν δικήν του Λαύραν καί θά γινόταν νομοθέτης καί ἀρχηγός ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπό τήν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρός Σάββας ἐδέχθη τήν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καί ὑπακούοντας τόν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τούς προτέρους ἀγῶνας του μέ τήν νηστείαν, τήν ἀγρυπνίαν, τήν ταπεινοφροσύνην καί τήν ὑπακοήν προσθέτοντας τήν ἀγάπην καί τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας, τήν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καί ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδή τελείως ἄψογην διαγωγήν.
Εἰς τοιαύτην θαυμαστήν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τόν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καί ἀκόμα δύο, μέχρι τήν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπό τόν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νά τοῦ ἐπιτρέψῃ τήν ἡσυχαστικήν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τό μυαλό του τήν ὑψηλοτάτη ἀρετή τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καί τήν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τήν ἐπέτρεψε. Ἀπό τότε καί διά πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τάς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τό ὁποῖο προσευχόταν καί ἐργαζόταν καί μόνον τά Σάββατα καί τάς Κυριακάς ἐπέστρεφε στήν Μονήν, γιά νά μεταφέρῃ τά ἐργόχειρά του καί νά λάβῃ μέρος εἰς τάς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μέ τόν Μέγαν Εὐθύμιον καί τόν μακάριον Δομετιανόν, μαθητήν ἐκείνου, εἰς τήν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξύ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καί τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μέ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχήν καί ἀγρυπνίαν. Τήν συνήθειαν αὐτήν διετήρησε ὁ Ἅγιος καί κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.
Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατά τό τριακοστό πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δέν θέλησε νά ἐπιστρέψῃ στό Κοινόβιο, ἀλλά κατευθύνθηκε πρός τάς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καί Κουτυλᾶ, τήν ἴδια περίοδον κατά τήν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τήν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τάς ἐρήμους αὐτάς συνεδέθη πνευματικῶς μέ τόν Ἅγιο Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τήν κατά τῶν δαιμόνων καί τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλά καί τόν σεβασμόν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν καί τήν ἀρετήν του.
Μετά ἀπό αὐτά προσετάχθη ἀπό ἄγγελον πάνω εἰς τό ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τό σπήλαιον τό ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τό σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετά ἢρχισαν νά συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καί ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τόν ἀριθμόν, ἄνδρες οὐράνιοι καί χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καί τήν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τό ἔτος 483. Μετά τήν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καί τήν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετά ἀπό προσευχήν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τήν δυτικήν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νά ὑψώνεται εἰς τόν οὐρανόν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τόν τόπον τοῦ θαύματος τήν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τό Θεόκτιστο σπήλαιον, τό ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφήν γιά νά γίνῃ ναός. Αὐτόν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καί τάς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τούς ἑκατόν πεντήκοντα μοναχούς.
Θά ἦταν ὅμως ἀδύνατο νά μήν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοί καί τά σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνός τόσου θεϊκοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τήν περιφρόνησιν καί τήν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπό τόν Πατριάρχη Σαλλούστιον τήν ἀντικατάστασίν του εἰς τήν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντί αὐτοῦ γνωρίζοντας τήν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τόν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καί ἀνακαίνισε τήν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.
Ἡ ἐπί γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καί ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τά θαύματα καί ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστήν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τήν πανέρημον ζωήν. Εἰς τήν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλός μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διά τήν ἀρετήν του. Τό 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στό φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τήν ἔρημο βορειοανατολικά τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τούς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καί τοποθέτησε μοναστικήν ἀδελφότητα.
Μετά ἀπό λίγον καιρόν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τόν μέν Σάββα ἄρχοντα καί νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καί κελλιωτῶν, πού ὑπαγόταν εἰς τήν Ἁγία Πόλιν, τόν δέ Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην ἀρχηγόν καί ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διά αὐτό ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρός τόν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδή ἀρχαρίων.
Τό ἔτος 494 ἤρχισαν καί αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετά ἔτη ἀργότερα, τήν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναός καί ὁ μικρός εὐκτήριος οἶκος δέν ἐπαρκοῦσαν διά τάς λατρευτικάς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.
Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τόν Ἅγιο, ἐστασίασαν καί πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νά ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καί νά μήν τούς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νά ἀποχωρήσῃ ἀπό τήν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατά τά ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τά Γάδαρα καί εἰς τήν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρός αὐτόν πιστοί, διά νά μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τήν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν φυγήν τῶν στασιαστῶν ἀπό τήν Μεγίστην καί τήν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τήν Νέαν Λαύραν· καί ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καί ἐκεῖ τούς βοήθησε νά κτίσουν καί νά διοργανώσουν τήν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτούς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.
Τά ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τήν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτήν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καί αὐτή τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλά καί ἄλλα δύο κοινόβια, τό τοῦ Σπηλαίου (509) καί τό τοῦ Σχολαρίου (512). Τήν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καί ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διά τήν ἐκκλησιαστικήν καί τήν παγκόσμιαν ἱστορίαν.
Ὑπό τήν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καί τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καί Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τά χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετά ἀπό παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν τό 512 ὅπου κατόρθωσε μέ τήν φήμην καί τήν ἁγιότητά του νά πείσῃ τόν αὐτοκράτορα νά ἀναστείλῃ τήν ἐξορία τοῦ Ἠλία.
Ὅταν τό ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τά Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διά νά προφυλάξῃ τόν Ἠλία, καί ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τό 516, διά νά στηρίξῃ εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν τόν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τόν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπό τόν Ἅγιον Θεοδόσιον τόν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτή διεφύλαξε τήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τήν ὀρθήν πίστιν, τήν στίγμην κατά τήν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπό λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.
Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τήν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετά τήν πρώτην τό 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τήν ἀπαλλαγήν τῆς Παλαιστίνης ἀπό τά σκληρά μέτρα, τά ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός ἤθελε νά ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τάς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καί Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τόν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μέ ὀπτασία τήν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νά προβῇ εἰς τήν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καί Ὠριγένους καί εἰς τά κοινωφελῆ ἔργα εἰς τήν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θά ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τήν Ἀφρικήν καί Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καί ἡ προφητεία αὐτή τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καί Ναρσή ἔφεραν καί πάλιν τά δυτικά τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητική χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νά διηγηθῇ καί ποιόν νά θαυμάσῃ πρῶτον!
Ἡ χάρις του ἔφτασε καί ἕως ὅτου νά λύσῃ μέ τήν προσευχήν του πενταετῆ ἀνομβρία στά Ἱεροσόλυμα, τήν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιού καί ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργή Θεοῦ τό ἔτος 520.
Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τήν Βασιλεύουσα σήμαινε καί τήν ἀρχήν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τό Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτά ἔτη εἰς τό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τήν Παλαιστίνη καί πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τήν ἔρημον καί στήν Μεγίστην Λαύραν.
Τό ἔτος 547 τό τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντός τοῦ μνήματος, σῶον καί ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δέ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν πολλούς αἰῶνας ἀργότερα καί ἀπό ἐκεῖ ἀπό τούς Σταυροφόρους εἰς τήν Βενετία τό 1204. Τό 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τή Μεγίστη Λαύρα.
Ἡ πρωτοφανής ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στούς πιστούς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν συγγραφήν τοῦ Βίου του ἀπό τόν Κύριλλο τόν Σκυθοπολίτη τό ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατά τούς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τό ποιόν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων τους, η περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καί Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπόν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καί ἀπόδειξις τῆς δόξης καί παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τό κυριώτερον μοναστικόν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινά προκαλοῦν τόν θαυμασμόν τά ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλά καί ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καί καθοριστικό παράγοντα εἰς τήν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καί τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τήν Οἰκουμένη, ἐκτός τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καί ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τούς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἡ τιμή τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπό τήν Ρώμη ἕως καί τήν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τήν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τήν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν Παλαιστίνη κατά τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καί Παπισμοῦ μέ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετά τούς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τά μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπό τήν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτά ὀφείλονται εἰς τήν πρεσβείαν καί τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρά τοῦ πεφωτισμένου πατρός ἡμῶν Σάββα τά θεῖα χαρίσματα· ἡ μέν γάρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δέ βίος ἐνάρετος καί ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καί τοῦτο μέν ἐκ μέρους ἤδη διά τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ὁσίων ἀκρότης καί Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος, ὡς ἡγιασμένος ἐδείχθης, ἐκ παιδός Σάββα Ὅσιε· οὐράνιον γάρ βίον ὑπελθών, πρός ἔνθεον ζωήν χειραγωγεῖς, διά λόγου τε καί πράξεως ἀληθοῦς, τούς πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἀπό βρέφους τῷ Θεῷ θυσία ἄμωμος
Προσενεχθεῖς δι’ ἀρετῆς, Σάββα μακάριε
Τῷ σέ πρίν γεννηθῆναι ἐπισταμένω
Ἐχρημάτισας Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα
Πολιστής τε τῆς ἐρήμου ἀξιέπαινος·
Διό κράζω σοι, χαίροις Πάτερ ἀοίδιμε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης ὑποτύπωσις καί κανών, θεοφόρε Σάββα, ὡς τοῦ Πνεύματος θησαυρός, ὁσίων πατέρων, ῥυθμίζων καί ἰθύνων, πρός κλῆρον ἀφθαρσίας, τούς πειθομένους σοι.