ταν ἄνθρωπος θεοσεβής καί διδάσκαλος τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Καταγόταν ἀπό τήν Ρώμη καί ἔζησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (290).
Όταν κινήθηκε διωγμός κατά τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν καί τόν Χρυσόγονο καί τόν φυλάκισαν. Ευρισκόμενος στή Νίκαια ὁ Διοκλητιανός, ἔμαθε ὅτι στήν Ρώμη ἦταν φυλακισμένο πλῆθος χριστιανῶν, πού ἂν καί βασανίστηκαν σκληρά δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τους, ἐπειδή εἶχαν παρακινητή στό μαρτύριο τόν θεῖο Χρυσόγονο.
Τότε ὁ Διοκλητιανός, διέταξε νά θανατωθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοί πού δέν θ’ ἀρνηθοῦν τόν Χριστό καί τόν Χρυσόγονο νά τόν φέρουν δεμένο μπροστά του. Ὅταν ὁ Χρυσόγονος παρουσιάστηκε στόν βασιλιά, τό φρόνημά του δέν κάμφθηκε οὔτε ἀπό κολακεῖες, οὔτε ἀπό φοβέρες. Ἀντίθετα μάλιστα, μέ θάρρος διακήρυξε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί ὅτι οἱ θεοί του εἶναι πλάνη τῶν ἀνθρώπων καί φθορά τῶν ψυχῶν καί ἀπώλεια. Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ τύραννος, διέταξε νά τόν φέρουν σέ ἔρημο τόπο καί νά τόν ἀποκεφαλίσουν.
Μ’ αυτό τον τρόπο ὁ μακάριος Χρυσόγονος, πῆρε ἀπό τόν Κύριο τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.