έ γοργά βήματα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ χάρη στόν φλογερό ζῆλο τῶν πρώτων χριστιανῶν προχώρησε μέ ἐνθουσιασμό στήν πόλη τῆς Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου. Πολλοί οἱ ἅγιοι πού παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτή. Ἕνας τέτοιος ἅγιος εἶναι κι ὁ Δημητριανός. Πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε δέν γνωρίζουμε. Ὁ πανδαμάτορας χρόνος ἔσβησε ἀπό τῆς μνήμης τό βιβλίο τή σχετική χρονολογία. Αὐτό πού συμπεραίνουμε ἀπό τήν ὅλη ζωή του εἶναι τοῦτο: Γνώρισε τόν Χριστό, ὅπως λέγει καί ὁ ὑμνογράφος του, ἀπό τή βρεφική του ἡλικία. «Ἐκ βρέφους ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστής». Γνώρισε τόν Χριστό καί τόν ἀγάπησε μέ ὅλη τήν ψυχή του. Μπροστά του ἕνα καί μόνο πράγμα βλέπει καί ἕνα ποθεῖ καί θέλει παντοῦ καί πάντοτε. Τοῦ Κυρίου τό θέλημα. Μ’ αὐτό μεγαλώνει. Μ’ αὐτό ζεῖ καί αὐτό προβάλλει τόσο μέ τά λόγια του, ὅσο καί τό παράδειγμά του.
Κάποτε πού εἶχε ἀρρωστήσει ὁ πνευματικός πατέρας τῆς κοινότητας ὁ ἱερέας, ὁ τότε ἐπίσκοπος τοῦ ὁποίου ὁ Δημητριανός ἦταν σέ ὅλα τό δεξί του χέρι, τόν κάλεσε καί κατά παράκληση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Οἱ ἁγνές ψυχές πανηγυρίζουν. Γιατί ὁ Δημητριανός μέ ζῆλο φλογερό ἐργαζόταν πάντοτε γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ λαοῦ. Στό πρόσωπό του βρῆκαν οἱ πιστοί τόν πνευματικό πατέρα καί καθοδηγητή, τά ὀρφανά τόν προστάτη, οἱ ἄρρωστοι τόν στοργικό ἀδελφό καί «οἱ ἐν θλίψεσι τήν παρηγορίαν». Καί ὅταν μετά ἀπό καιρό ὁ τότε ἐπίσκοπος κοιμήθηκε, ὁλόκληρος ὁ λαός καί πάλι κάλεσε καί ἀνέβασε στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς ξακουστῆς πόλεως τόν ἄξιο σέ ὅλα Δημητριανό.
Στήν καινούργια αὔτη θέση ἡ ἁγία του μορφή προβάλλει παντοῦ, ὥστε ὁ ἱερός ὑμνογράφος νά τόν ὑμνεῖ: «Τῆς Ταμασσοῦ βλάστημα, καύχημα τῶν Περάτων, πηγήν τῶν θαυμάτων, ἰαμάτων ταμεῖον ἄσυλον καί τῶν Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Ἀλλά καί τοῦ λαοῦ ἡ παράδοση καί ὁ σεβασμός μένει ὡς σήμερα πολύ ὑψηλά. Αὐτό μαρτυρεῖ α) ἡ εὐρυχωρία τοῦ Ναοῦ πού ἡ εὐσέβεια τῶν παλαιοτέρων κατοίκων τῶν Περάτων ἀφιέρωσε στ’ ὄνομά του σέ μιά μαγευτική θέση καί τοῦ ὁποίου τά ἐρείπια προβάλλουν ἐπιβλητικά μέχρι σήμερα. Καί β) ἡ χειρόγραφος φυλλάδα πού περιέχει τήν ἀκολουθία του καί στήν ὁποία ἀναγράφεται καί ἡ μέρα τῆς μνήμης του, 27 Ἰανουαρίου.
Ἡ ὅλη του πνευματική ζωή συνέβαλε τά μέγιστα στήν ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ ὄχι μόνο στήν πόλη τῆς Ταμασσοῦ, ἀλλά καί στά γύρω χωριά. Τύπος ὑπομονῆς ὁ ἴδιος καί πρότυπο ἀρετῆς βοήθησε στά χρόνια ἐκεῖνα στήν εἰρηνική ζωή τοῦ πιστοῦ λαοῦ του καί στήν πνευματική του ἄνοδο. Ἀλλά καί θαύματα πολλά ἀναφέρεται ὅτι ἔκαμε ὅταν ζοῦσε, μά καί ὅταν κοιμήθηκε. Οἱ γυναῖκες τῶν Περάτων τόν θεωροῦν πολύ θαυματουργό καί συχνά ἐπισκέπτονται τά ἐρείπια τοῦ Ναοῦ του, ἀνάβουν καντήλια στό βαθούλωμα τῶν ἐρειπίων καί ἐκζητοῦν τίς πρεσβεῖες του στά προβλήματα καί τίς ἀνάγκες τους. Ἕνα τέτοιο θαῦμα πού ἔγινε πρό καιροῦ εἶναι καί τοῦτο:
Ἕνας χριστιανός ἀπό τά Πέρα, γιά τό κτίσιμο τοῦ σπιτιοῦ του πῆγε καί πῆρε ἀπό τά ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου τίς πελεκητές πέτρες μέ τίς ὁποῖες ἦταν φτιαγμένο τό ἀνώφλι τοῦ Ναοῦ, γιά νά φτιάξει μέ αὐτές τό ἀνώφλι τοῦ ἰδικοῦ του σπιτιοῦ. Εἶχε δέ στή σκέψη νά πάει τήν ἑπομένη νά πάρει καί τίς ἄλλες πελεκητές πέτρες μέ τίς ὁποῖες ἦταν κατασκευασμένες οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ Ναοῦ γιά νά τίς χρησιμοποιήσει καί αὐτές γιά τό δικό του σπίτι. Τή νύχτα ὅμως παρουσιάστηκε στόν ὕπνο του ὁ Ἅγιος καί τοῦ ἔκαμε αὐστηρή παρατήρηση. Αὐτός ὅμως δέν ἔλαβε ὑπ’ ὄψη τή σύσταση τοῦ Ἁγίου καί τήν ἑπόμενη νύχτα πῆγε πάλι καί κουβάλησε καί τίς ὑπόλοιπες πέτρες. Τή νύχτα παρουσιάστηκε καί πάλι ὁ Ἅγιος στόν ὕπνο του καί τοῦ ἔκανε ξανά αὐστηρή παρατήρηση γιά τήν παρακοή του. Γιά νά μήν ἐπαναλάβει δέ ἄλλη φορά τήν κακή του πράξη, τοῦ ἔδωκε καί δύο μπάτσους· τόν ἕνα ἀπό τή δεξιά μεριά καί τόν ἄλλο ἀπό τήν ἀριστερά. Τό ἀποτέλεσμα τῆς τιμωρίας αὐτῆς ἦταν ἀπό τό βράδυ ἐκεῖνο νά μείνει κουφός, καθ’ ὅλον τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του. Καί ἀκόμη τίς ὑπόλοιπες πέτρες δέν τόλμησε νά πάει νά τίς πάρει. Γι’ αὐτό καί οἱ πέτρες μέ τίς ὁποῖες κτίστηκαν οἱ παραστάδες τῆς θύρας τοῦ σπιτιοῦ εἶναι πολύ διαφορετικές καί ξεχωρίζουν ὡς σήμερα.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρίων τό κλέος, Ταμασέων ὁ Πρόεδρος, φύλαξ καί φρουρός τῶν Περάτων, Δημητριανέ Πατήρ ἡμῶν, ἀναδειχθεῖς, διό τυφλόν ἐφώτισας ποτέ, τό φῶς ἐνεδίδου τηλαυγῶς, καί ἀνέκραξε δέ οὕτως, τῷ διά σοῦ μέ φωτίσαντι δόξα σοι. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ τοιαῦτα τέρατα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπό βρέφους Κυρίῳ ἐκολλήθης, μακάριε Δημητριανέ Ταμασέων, ποιμενάρχα πανάριστε, συγκλείσας ἐν ψυχῇ σου θησαυρόν, τῆς πίστεως Δεσπότου ἀληθοῦς, καί ὠδήγησας τά τέκνα σου θαυμαστῶς, πρός γνῶσιν τῆς θεότητας· δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ ἁγιάσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμίν, προστάτην ἀκαταίσχυντον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἠρακλειδίου διεδέξω τόν θρόνον, καί τῶν θαυμάτων εἰληφῶς θείαν χάριν, τήν Κύπρον κατεφώτισας, ὦ Δημητριανέ, θεσπεσίῳ βίῳ σου καί γλυκύτητι λόγων, ὅθεν πλάνην ἔτρεψας, τῶν εἰδώλων γενναίως, καί τόν Χριστόν ἐνώκησας ψυχαῖς, ὡς ἱεράρχης φωτί αὐγαζόμενος.