Ὅσιος Ἱλαρίων, ὁ Νέος, ἐγεννήθηκε τό 775 μ.Χ., στήν Καππαδοκία, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν Πέτρο, προμηθευτή τοῦ ἄρτου τῶν ἀνακτόρων, καί τήν Θεοδοσία, παρά τῶν ὁποίων ἔτυχεν ἐπιμελοῦς καί θεσεβοῦς μορφώσεως. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ὑπό θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια, μεταβάς δέ στή μονή τοῦ Ξηροκαμπίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκάρη μοναχός. Στή συνέχεια μετέβη στή μονή τῶν Δαλμάτων, ὅπου ἔγινε μεγαλόσχημος καί ἀργότερα ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἐκτιμώμενος καί ἀγαπώμενος ἀπό ὅλους τούς συμμοναστές του γιά τίς μεγάλες ἀρετές του. Μετά τό θάνατο τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ὁ Ἱλαρίων ἐγκατέλειψε κρυφά αὐτήν καί κατέφυγε στή μονή τῶν Καθαρῶν, γενόμενος δεκτός μέ μεγάλο σεβασμό ἀπό τούς μοναχούς.
Πληροφορηθέντες τό καταφύγιό του οἱ μοναχοί τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, παρεκάλεσαν τόν Πατριάρχη Νικηφόρο νά φροντίσει περί τῆς ἐπανόδου του στή μονή. Πράγματι δι’ αὐτοκρατορικῆς διαταγῆς ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐπανῆλθε στή μονή ὡς ἡγούμενος καί ἀρχιμανδρίτης αὐτῆς. Ἐπί ὀκτώ ἔτη διηύθυνε τήν κοινότητα μέ μεγάλη σύνεση καί ἀδελφοσύνη καί κατέστησε αὐτήν ἀληθινή φωλιά τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἔτσι, ὅταν ἀνῆλθε στόν αὐτοκρατορικό θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.) καί ἐξαπέλυσε τό διωγμό κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων, μεταξύ τῶν μονῶν, οἱ ὁποῖες ἐπρωτοστάτησαν στήν ἀντίδραση κατά τοῦ ἀνοσίου τούτου μέτρου τοῦ αὐτοκράτορος, ὑπῆρξε καί ἡ μονή τῶν Δαλμάτων. Κληθείς γι’ αὐτό στά ἀνάκτορα ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων, ἔλεγξε σφοδρῶς τό βασιλέα γιά τήν ἀσεβή ἔναντι τῶν εἰκόνων συμπεριφορά του, ἡ ὁποία, τήν μέν Ἐκκλησία ἀδικοῦσε, τό δέ κράτος χωρίς αἰτία ἐτάρασσε. Τόσο ὁ αὐτοκράτορας, ὅσο καί ὁ διαδεχθείς τόν Νικηφόρο στόν πατριαρχικό θρόνο εἰκονομάχος Θεόδοτος Α’ ὁ Κασσιτερᾶς (815 – 821 μ.Χ.), μάταια προσπάθησαν νά πείσουν τόν Ὅσιο Ἱλαρίωνα νά προσχωρήσει στήν πλάνη καί νά καταστρέψει τίς ἅγιες εἰκόνες. Αὐτός παρέμενε στύλος ἄσειστος στήν Ὀρθόδοξη πίστη του.
Ἀκολούθως ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων συνελήφθη, ἐφυλακίσθηκε καί ἐξορίσθηκε, κατ’ ἀρχάς μέν στή μονή τοῦ Φονέως, στή συνέχεια δέ στή μονή τοῦ Κυκλοβίου, ὅπου παρέμεινε ἐπί δύο ἔτη. Ἐξακολουθῶν νά ἐμμένει στήν Ὀρθόδοξη πίστη του, μεταφέρθηκε καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή τῶν Νουμέρων, ἀπό ὅπου, ἀφοῦ πολλές φορές ἐμαστιγώθηκε καί ποικιλότροπα ἐκακοποιήθηκε, ἐξορίσθηκε στό φρούριο τῶν Ποτιόλων.
Τό 820 μ.Χ., ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐλευθερώθηκε ὑπό τοῦ διαδεχθέντος τόν Λέοντα Μιχαήλ Β’ Τραυλοῦ (820 – 829 μ.Χ.) καί παρέμεινε φιλοξενούμενος, ἐπί ἑπτά ἔτη, κάποιας εὐσεβοῦς γυναίκας. Τό 830 μ.Χ., κατόπιν διαταγῆς τοῦ διαδεχθέντος τόν Μιχαήλ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829 – 842 μ.Χ.) συνελήφθη ἐκ νέου καί ἀφοῦ ποικιλότροπα διαπομπεύθηκε, ἐξορίσθηκε στή νῆσο Ἀφουσία. Μετά τό θάνατο τοῦ Θεοφίλου, ἡ σύζυγος αὐτοῦ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἐπανέφερε τή γαλήνη στήν Ἐκκλησία, διά τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, καί ἀνεκάλεσε ἀπό τήν ἐξορία ὅλους τούς Ὁμολογητές καί Ὁσίους Πατέρες.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐπανῆλθε στή μονή του καί, ἀφοῦ τήν ἐδιοίκησε θεοφιλῶς καί θεαρέστως ἐπί τρία ἔτη, τό 845 μ.Χ., ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, σέ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τήν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἐλαία, παμμάκαρ Ἱλαρίων, ἐλαίῳ τῶν θείων ἀρετῶν, καί τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἱλαρύνων τάς καρδίας καί τάς ψυχάς, τῶν πίστει σοι ἐκβοώντων· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῦ Χριστοῦ τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθήσας, ἐν Ὁσίοις ἔφανας, ὥσπερ ἀστήρ ἑωθινός, καταπυρσεύων τοῖς τρόποις σου, τούς σέ τιμῶντας, Ἱλαρίων Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἴθυνας πρός χλόην τῶν ἀρετῶν, Πάτερ Ἱλαρίων, βακτηρίᾳ τῇ λογικῇ, τήν Μονήν Δαλμάτων, ὡς ταύτης ποιμενάρχης· διό σύν τοῖς Ὁσίοις, λαμπρῶς δεδόξασαι.