ἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες κατάγονταν ἀπό τήν Γαλατία καί ἔζησαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 160 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν στόν ἡγεμόνα τῶν Ταβιανῶν Μάξιμο καί διώκονταν ἀπό τούς ἐθνικούς. Ὅταν συνελήφθηκαν, ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, ὁ ὁποῖος τούς διέταξε νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν καί τότε ἄρχισαν τά βασανιστήρια. Τούς καταξέσχισαν τά πλευρά, τούς κτύπησαν μέ σιδερόσφαιρες τούς ἀστραγάλους καί κάρφωσαν τά πόδια τους σέ ξύλα. Στήν συνέχεια τούς ἔχυσαν στά αὐτιά καυτό λάδι, ἀλλά οἱ Μάρτυρες μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, οἱ δέ δήμιοι ἀπό τήν ζέστη διαλύθηκαν σάν τό κερί καί ἀμέσως κάηκαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος.
Μόλις ἄρχισε νά ξημερώνει Ἄγγελοι Κυρίου πῆραν τούς Ἁγίους Μάρτυρες καί τούς μετέφεραν στό ναό τοῦ Δία, ὅπου οἱ Ἁγιοι κατέρριψαν τό χάλκινο εἴδωλο αὐτοῦ. Μόλις τό ἄγαλμα κατέπεσε, ἐξῆλθαν ἀπό αὐτό δαίμονες πού κραύγαζαν ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας γιά τήν καταστροφή τοῦ Δία ἀπό τόν στρατηλάτη Μελέτιο. Τό θαῦμα αὐτό ἔγινε ἀφορμή νά βαπτισθεῖ Χριστιανός ὁ εὐγενής Σεραπίων, πού ἔγινε Ἐπίσκοπος. Οἱ Ἅγιοι Μελέτιος, Ἰωάννης καί Στέφανος ὁδηγήθηκαν καί πάλι μπροστά στόν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τούς κόμητες, τούς τριβούνους καί τούς πρίγκιπες Φῆστο, Φαῦστο, Μάρκελλο, Θεόδωρο, Μελετίωνα, Σέργιο, Μαρκελλίνο, Φίλικα, Φωτεινό, Θεοδωρίσκο, Μερκούριο καί Δίδυμο.
Τότε ὁ ἡγεμόνας λέγει πρός αὐτούς: «Γιατί καταστρέψατε τό ναό τοῦ μεγάλου θεοῦ Δία;». Αὐτοί δέ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς δέν εἴμασταν ἐκεῖ, ἀλλά αὐτός πού καταφρόνησες, ὁ Μελέτιος, μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις συνέτριψε αὐτόν». Καί ἀμέσως ἄρχισαν νά ἐλέγχουν τόν ἡγεμόνα γιά τήν ἄνοια καί τήν ἀσέβεια αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά τούς κτυπήσουν μέ λωρίδες ἀπό μολύβι καί νά τούς βάλουν σέ πυρακτωμένο καμίνι. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στήν φωτιά κρατώντας ὁ ἕνας τό χέρι τοῦ ἄλλου καί ἔνιωθαν σάν νά δροσίζονταν στόν παράδεισο. Οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχισαν νά ρίχνουν νερό, γιά νά σβήσει ἡ φωτιά καί νά πνίξουν τούς Ἁγίους ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις. Ἀλλά οὔτε πάλι κατάφεραν τίποτε. Τότε τούς ὁδήγησαν στό ναό τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Μόλις οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στόν εἰδωλολατρικό ναό καί προσευχήθηκαν, μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ναός σείσθηκε καί τό ἄγαλμα τοῦ εἰδώλου συνετρίβη. Τότε ἔνδυσαν τόν Ἅγιο Μελέτιο μέ θώρακα καί περικεφαλαία πού ἔκαιγαν, ἀλλά τό σίδερο ἔγινε κρύο. Τό μαρτύριο συνεχίσθηκε. Ὁ ἡγεμόνας διέταξε τότε νά φέρουν μπροστά του δύο παιδιά, πού ὀνομάζονταν Χριστίνος καί Κυριάκος. Τά ρώτησε λέγοντας: «Πεῖτε μας, παιδιά, ποιός Θεός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Δίας ἢ ὁ Χριστός;». Καί ἐκεῖνα ἀποκρίθηκαν: «Ἰησοῦς ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, Αὐτός πού δημιούργησε μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τά πάντα». Τότε τά κτύπησαν καί ἀκολούθως ἀπέκοψαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν καί τοῦ διδασκάλου τους «ἐν τῷ ὄρει Μηνόει».
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἐτελειώθη διά ξίφους καί ἐνταφιάσθηκε στό ὄρος τῶν Καδακορέων.
Πάλι ὁ παράνομος ἡγεμόνας ἔδωσε στόν Ἅγιο Μελέτιο νά πιεῖ δηλητήριο πού ἦταν κατασκευασμένο ἀπό τόν μάγο Καλλίνικο. Μόλις ὁ μάγος Καλλίνικος εἶδε τό παράδοξο θαῦμα, πίστεψε στόν Χριστό καί ἔλεγξε τά εἴδωλα ὡς δαιμόνια. Καί ἀμέσως παρακάλεσε τόν Ἅγιο Μελέτιο νά τοῦ δώσει τήν σφραγίδα τοῦ Κυρίου καί νά γίνει Χριστιανός. Ἔτσι μαρτύρησε καί ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάσθηκε μέ τόν Ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Στήν συνέχεια ὁ ἡγεμόνας ἔφερε στό βῆμα τίς γυναῖκες τῶν Ἁγίων Φήστου, Φαύστου, Μαρκελλίνου καί Αἰδεσίου, τή Σωσάννα, τή Μαρκιανή, τήν Παλλαδία καί τή Γρηγορία, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τόν Χριστό, μαρτύρησαν.
Ὁ ἡγεμόνας, τυφλωμένος ἀπό τήν ἀσέβεια, δέν μποροῦσε νά δεῖ τήν ἀλήθεια. Ἀμέσως ἔδωσε ἐντολή νά κρεμάσουν τόν Ἅγιο Μελέτιο σέ ἕνα πεῦκο καί νά τοῦ καρφώνουν τό σῶμα μέ πυρακτωμένα καρφιά. Τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε ὁ Καρτέριος ὁ χαλκέας μέ τούς δώδεκα μαθητές αὐτοῦ. Μόλις ἄρχισαν νά καρφώνουν τό σῶμα τοῦ Ἁγίου Μελετίου, τά πυρακτωμένα καρφιά συντρίβονταν καί ἔπεφταν κατά πρόσωπο ἐκείνων πού τά κάρφωναν καί τούς τύφλωναν. Ἔτσι ὁ Καρτέριος καί οἱ μαθητές του πίστεψαν στόν Χριστό καί ἀπετμήθησαν τίς τίμιες κεφαλές αὐτῶν στό ὄρος τῶν Καδακορέων.
Καί ἐνῶ ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἦταν κρεμασμένος στό δένδρο, φωνή ακούσθηκε ἀπό τόν οὐρανό πού ἔλεγε: «Ἔλα, ἀθλητά μου, Μελέτιε, ἀνάβαινε στά ταμεῖα τοῦ Παραδείσου καί στό χορό τῶν ἐκλεκτῶν μου Ἀγγέλων καί στή συνδρομή ὅλων τῶν Δικαίων μου. Νά, ὅλοι οἱ Ἅγιοι στέκονται καί σέ προσδοκοῦν, γιά νά σοῦ δώσουν τά βραβεῖα, διότι ἐσύ ἐποίησες τό θέλημά μου ἐπί τῆς γῆς».
Τότε κατέβηκαν Ἄγγελοι ἀπό τόν οὐρανό καί παρέλαβαν τήν ψυχή τοῦ Ἁγίου Μελετίου καί τήν ἀνέφεραν στόν οὐρανό σάν περιστερά λευκή ἀπαστράπτουσα. Ἄγγελος Κυρίου κατῆλθε καί πῆρε τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Μελετίου καί τό ἔφερε στό ὄρος, ὅπου τελειώθηκε καί τό στράτευμα αὐτοῦ.