Ἅγιος Λεόντιος καταγόταν ἀπό τήν Τιβεριούπολη τῆς Φρυγίας καί γεννήθηκε ἀπό γονεῖς πλούσιους καί εὐσεβεῖς περί τό β’ ἥμισυ τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν γενέτειρά του καί φοίτησε κοντά σέ εὐλαβή ἱερέα, προσῆλθε στή μονή τοῦ Πτελιδίου, ὅπου ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί συνδέθηκε μέ τόν Μητροπολίτη Τιβεριάδος, στόν ὁποῖο καί ὑπετάγη. Ἀφοῦ ἀκολούθησε τόν γέροντά του, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεφε στήν Ἐπισκοπή του, κατέπλευσε μαζί του στήν Πάτμο, γιά νά προσκυνήσει στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ξεκίνησε τό ταξίδι του γιά τήν Κύπρο, ἀλλά ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε καί πάλι πίσω στήν Πάτμο. Ἐκεῖ, μέ πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Θεοκτίστου, ἀνδρός ἔμπειρου στά πνευματικά, κατέστη ὑπόδειγμα ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ταπεινοφροσύνης. Ὅταν ὁ ἡγούμενος Θεόκτιστος πέθανε, ὁ Λεόντιος ἐξελέγη διάδοχός του μέ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῶν μοναχῶν.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἐπισκεπτόταν γιά τίς ὑλικές ἀνάγκες τῆς μονῆς καί τή νῆσο τῆς Κρήτης. Εἶχε δέ ὁρμητήριο στήν Κρήτη τό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐντός τῆς ἀρχαίας πόλεως Ἄπτερα, ἐπάνω ἀπό τό τουρκικό φρούριο Ἰσδεζίν (Καλάμι), πού ἦταν τότε μετόχι τῆς μονῆς Πάτμου.
Μεριμνώντας γιά τίς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, ὁ Ἅγιος Λεόντιος μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ εἵλκυσε τόν σεβασμό καί τήν ἐκτίμηση τοῦ αὐτοκράτορος Μανουήλ τοῦ Κομνηνοῦ (1143 – 1180 μ.Χ.) γιά τό πρόσωπό του, κατά σύσταση καί ὑποστήριξη τοῦ ὁποίου ἐξελέγη Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τό 1170, σέ καιρούς κατά τούς ὁποίους ἡ Σιωνίτιδα Ἐκκλησία δοκιμαζόταν ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Λατίνων.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος, ἀφοῦ διέπρεψε σέ ὁσιότητα βίου καί ἀποστολικό ζῆλο, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1190.