Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στίς 19 Ἰανουαρίου 1865 στήν πόλη Τοροπιέτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τό κατά κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σέ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Πσκώφ καί μετά ἀπό ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στήν θεολογική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σέ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο καί γίνεται μοναχός. Ἡ κουρά του ἔγινε στό παρεκκλήσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχός ἀπέκτησε τό ὄνομα Τύχων, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου τῆς Ρωσίας, πού ἔζησε κατά τόν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ († 13 Αὐγούστου). Τό 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χόμκ καί ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τό 1905 προάγεται σέ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱεροσλάβ.
Τό 1914 ξεσπᾶ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στό πλευρό τῆς πατρίδος του καί τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, δύο χρόνια ἀργότερα, μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαός ὑποδέχεται θριαμβευτικά τόν νέο ποιμενάρχη του.
Τό ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπή τοῦ καθεστῶτος ἀπό τούς Μπολσεβίκους. Τά πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιά νά μελετήσει τήν κατάσταση καί νά ἐξετάσει τό θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καί κράτους. Στίς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπροστά στήν θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμίρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τόν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στόν Ἅγιο Τύχωνα.
Ὁ διωγμός ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει. Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρά τίς ἀντίξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καί ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μουσεῖο, διότι δέν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καί ὁ Ἱδρυτής της, ζωή καί ἀνάσταση. Ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδέν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρᾷ. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δέ οὐδέ δαίμονες περιγίγνονται. Καί ὅτι οὐ κόμπος τά ρήματα, μαρτυρεῖ τά πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τήν ἐκκλησίαν καί οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δέ ὑπέρ τούς οὐρανούς ἀναβέβηκε».
Τό ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καί πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρός πού λέγει: «Οὐδέν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπέρ τόν ἥλιον λάμπει. Τά ἐκείνων ἔσβεσα τά ταύτης ἀθάνατα».
Τό καθεστώς ἐπέφερε χωρισμό Ἐκκλησίας καί κράτους, κατήργησε ὅλα τά ἐκκλησιαστικά προνόμια, ἐπέβαλε τόν πολιτικό γάμο, ὀργάνωσε τήν ἀντιχριστιανική προπαγάνδα, δήμευσε τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἐξόρισε καί δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τούς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερά λείψανα Ἁγίων. Στό σφοδρό διωγμό φονεύθηκαν πάνω ἀπό 3.500 Ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, περί τίς 2.000 μοναχοί καί περί τίς 3.000 μοναχές.
Τό Μπούτοβο, περιοχή πού βρίσκεται κοντά στήν Μόσχα, γίνεται τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καί πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατά τά ἔτη τοῦ διωγμοῦ στήν Ρωσία. Μεταξύ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων πού μαρτύρησαν στό Μπούτοβο, ἦταν καί δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τό Μπούτοβο, ὅπως καί ἡ Σιβηρία, τό Χαρκώβ καί τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τόν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τόν ἀπεριόριστο χῶρο. Τόν χῶρο ἐκεῖνο πού τόσο καλά περιγράφεται στή νουβέλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετά τόν θάνατό τους, οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καί τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπό τίς γήινες ἰδιότητές τους καί καθετί πού τούς περιορίζει, δεσμεύει καί ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καί χαρούμενοι, διασχίζουν τήν κοιλάδα τῆς ζωῆς καί ἀναπνέουν βαθιά, μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ, τό ἀπεριόριστο.
Κάτω ἀπό τό πρίσμα αὐτό κατανοοῦμε τήν εἰρηνική ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνος σέ κάθε διοικητικό μέτρο τῆς ἐξουσίας, πού ἦταν πάντα ξένο πρός τήν ψυχή, θέλοντας νά τήν περιορίσει καί νά μειώσει τίς ἐλευθερίες της.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾶ τό καθεστώς. Γι’ αὐτό καταδικάζεται σέ θάνατο. Τό Μάϊο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καί φυλακίζεται. Μετά ἀπό ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλά καί πάλι περιορίζεται στή μονή Ντονσκόϊ ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του όμως αρχίζει να τόν καταβάλλει. Στίς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τό τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικά τόν σταυρό του, εἶπε «Δόξα Σοι, Κύριε» καί παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Θεό.