ἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος καί Ἰουλιανή ἦταν ἀδέλφια κατά σάρκα καί ἔζησαν στήν Πτολεμαΐδα τῆς Αἰγύπτου κατά τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορα Αὐρηλιανού (270 – 275 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Παῦλος, νεαρός στήν ἡλικία, μελετοῦσε τίς θεῖες Γραφές καί κήρυττε στό λαό τοῦ Θεοῦ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι στήριζε τούς Χριστιανούς στήν πατρώα εὐσέβεια. Γιά τόν λόγο αὐτόν τόν συνέλαβαν, τόν κρέμασαν καί ἄρχισαν νά τοῦ ξεσκίζουν τίς σάρκες. Βλέποντας ἡ ἀδελφή του Ἰουλιανή τόν αδελφό της σέ αὐτή τήν κατάσταση, ἄρχισε νά φωνάζει καί νά διαμαρτύρεται κατά τῶν βασανιστῶν. Ἔτσι συνέλαβαν καί αὐτήν, τήν ἔδεσαν καί ἄρχισαν νά τήν κτυποῦν. Δύο ἀπό τούς δημίους, πού εὐσπλαχνίσθηκαν τούς Ἁγίους, πίστεψαν στόν Χριστό καί ἀποκεφαλίσθηκαν.
Μετά τά βασανιστήρια οἱ Ἅγιοι ρίχτηκαν στή φυλακή, μήπως καί ἀλλάξουν φρόνημα. Ὅμως ἐκεῖνοι μέ πνευματική ἀνδρεία ὁμολογοῦσαν καί πάλι τήν πίστη τους στόν Χριστό, μέ ἀποτέλεσμα νά τούς κρεμάσουν καί ἐν συνεχεία νά τούς ἀποκεφαλίσουν (τό ἔτος 273 μ.Χ.).