Ἅγιος Καισάριος γεννήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο καί τήν Ἁγία Νόννα καί ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Σπούδασε στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν συνέχεια μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἄσκησε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ. Τόση ἦταν ἡ φήμη του, ὥστε προσλήφθηκε ὡς ἰατρός τῶν ἀνακτόρων. Ὁ ἀδελφός του Ἅγιος Γρηγόριος, μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του στήν Ἀθήνα, ἦλθε μεταξύ τῶν ἐτῶν 358 – 360 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνάντησε τόν Καισάριο καί ἔτσι ἐπέστρεψαν μαζί καί οἱ δυό ἀδελφοί στήν ἰδιαίτερή τους πατρίδα, τή Ναζιανζό.
Ἀλλά ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε καί πάλι στήν Κωνσταντινούπολη καί προσλήφθηκε ὡς ἰατρός τῆς βασιλικῆς αὐλῆς. Τή θέση αὐτή διατήρησε καί μετά τήν ἀνάρρηση στόν αὐτοκρατορικό θρόνο, τό ἔτος 361 μ.Χ., τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου. Ὁ Καισάριος, πού εἶχε ἀνατραφεῖ χριστιανοπρεπῶς, δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπηρεαστεῖ ἀπό τόν χριστιανομάχο Ἰουλιανό, ὥστε νά ἐνδώσει στίς παροτρύνσεις καί τίς πιέσεις πρός ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ἐπέστρεψε στήν γενέτειρά του.
Ἀλλά καί πάλι, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ, τό ἔτος 363 μ.Χ., ἐπανῆλθε στήν πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντίου. Ἐπί αὐτοκράτορα δέ Οὐάλεντος (364 – 378 μ.Χ.) καί Οὐαλεντινιανοῦ (364 – 374 μ.Χ.) διορίστηκε ἐπιμελητής θησαυρῶν καί ταμίας τῶν δημοσίων χρημάτων στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Ἐκεῖ, στή Βιθυνία, σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος, στόν σεισμό πού ἔγινε τό ἔτος 368 μ.Χ. καί μετά ἀπό λίγο κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἴδιο ἔτος ἢ στίς ἀρχές τοῦ 369 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ στά ἔργα του γιά τήν εὐσέβεια καί τή σωφροσύνη τοῦ Ἁγίου Καισαρίου.