Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στίς 26 Αὐγούστου 1797 στό χωριό Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπό πτωχούς καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Εὐσέβειο καί τήν Θέκλα Ποπλώφ. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).
Στήν συνέχεια σπουδάζει στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.
Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μέ τήν οἰκογένεια στήν Μόσχα τό 1838 καί τοποθετεῖται στόν καθεδρικό ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στό Κρεμλίνο. Ὅμως, στίς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στήν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μέ τήν συμβολή τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχός στίς 27 Νοεμβρίου 1840 καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ
Τό ἔργο του στήν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σέ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τίς παγωμένες ἐκτάσεις καί κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τό 1845, στόν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νά διδάξω ὅλα τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοί μέ ἀγαποῦν, τό κάνουν μόνο γιατί τούς ἔχω διδάξει».
Τήν ἴδια περίοδο, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπή τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στούς κόλπους της ὅλη τή Γιακουτία καί ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπό τήν πόλη Σίτκα στό Γιακούτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοί ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καί ἔχει χάσει τίς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολύ ἀπό τά μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νά παραιτηθεῖ καί νά ἐγκαταβιώσει σέ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, πού κηδεμονεύει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τά πράγματα. Στίς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καί ἀπό τή νέα αὐτή ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά.
Παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Κύριο, τό Μέγα Σάββατο, στίς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.