ἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μένανδρος καί Σαβίνος κατάγονταν ἀπό τήν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καί μαζί μέ τούς ἄλλους τριάντα ὀκτώ Μάρτυρες Χριστιανούς, ἦταν στρατιῶτες στήν χώρα τῶν Καππαδόκων, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὅταν πληροφορήθηκαν γιά τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων († 9 Μαρτίου) καί μέ ποιό τρόπο ἀγωνίσθηκαν, ἔνιωσαν ζῆλο καί οἱ ἴδιοι καί, ἀφοῦ ἔριξαν τά ὅπλα μπροστά στόν ἡγεμόνα, μέ μεγάλη φωνή ὁμολόγησαν τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό καί τούς ἑαυτούς τους ἀληθινούς δούλους Αὐτοῦ. Τότε συνελήφθησαν καί γυμνώθηκαν. Τόσο δέ πολύ τούς κατέγδαραν τίς σάρκες ἀπό τά χτυπήματα τῶν ραβδιῶν, ὥστε μόλις καί μετά βίας νά μποροῦν νά θεωροῦνται ὡς ἰδέα ἀνθρώπων. Στήν συνέχεια τούς ἔριξαν στήν φυλακή χωρίς φροντίδα καί μετά ἀπό λίγο, ἀφοῦ τούς ἔσυραν ἔξω μέ δεμένα τά χέρια καί τά κεφάλια μέ σιδερένιες θηλιές, παρουσιάσθηκαν στόν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή καί τούς ἀποκεφάλισαν.