Απρίλιος

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητής (27 Απριλίου)

15 Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Εἰρηνούπολη, πού ὑπαγόταν στή Δεκάπολη τῆς Κοίλης Συρίας. Οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος καί ἡ Γρηγορία, διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβειά τους, τήν ὁποία καί μετέδωσαν μέ κάθε φροντίδα στόν εὐπειθή υἱό τους. Κατά τήν παιδική του ἡλικία περνοῦσε τόν χρόνο του μεταξύ τῆς ἀνατροφῆς του αὐτῆς, τῶν σπουδῶν του καί πολλῶν ἀγαθοεργιῶν, μέ τίς ὁποῖες οἱ γονεῖς του προσπάθησαν ἀπό νωρίς νά τόν ἐξοικειώσουν. Ἡ ἴδια εὐσέβεια καί ἡ φιλάνθρωπη τάση τόν διέκρινε καί κατά τή νεότητά του, κατά τήν ὁποία μέ τήν τήρηση τοῦ θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριά ἀπό κάθε ματαιότητα καί ἀκαθαρσία.
Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Καί στή νέα αὐτή ζωή δέν εὐδοκίμησε λιγότερο. Ὁ ζῆλος του καί ἡ παιδεία του τόν ἔκαναν νά ξεχωρίσει στήν ἐκτίμηση τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, τόν παρέλαβε δέ μαζί του ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς στή Νίκαια, τό 787 μ.Χ., ὅπου τότε συγκαλεῖτο ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος. Μετά ἀπό τό τέλος τῆς Συνόδου ἦλθαν καί οἱ δύο στήν Κωνσταντινούπολη. Καί ἐπειδή καί οἱ δύο τους κατά τήν διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἐργασιῶν ἀπέσπασαν τήν εὐμενή προσοχή καί τῆς βασίλισσας Εἰρήνης καί τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὁ γέροντας καί ἡγούμενός του, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, ὁ δέ Ὅσιος Ἰωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καί κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802 – 811 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τήν Εἰρήνη στόν βασιλικό θρόνο, διορίσθηκε ἡγούμενος στό μοναστήρι, τό ἀποκαλούμενο τῶν Καθαρῶν.

Τά καθήκοντά του ἐκεῖ τά ἄσκησε μέ κάθε εὐσυνειδησία, ἀφοῦ πρόσεξε νά προαγάγει τήν πειθαρχία μεταξύ τῶν ἀδελφῶν καί νά ὑψώσει τήν πνευματική καί ἠθική ζωή τους. Καί ἐπειδή κατά τά χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα οἱ συνέπειες ἐκείνου τοῦ σαλοῦ ἐναντίων τῶν εἰκόνων, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετέδιδε στούς μοναχούς του τά διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τούς προετοίμαζε σέ κάθε τόλμη καί κάθε κίνδυνο γι’ αὐτά. Καί ἡ μέρα τῆς μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ε’, ὁ ὁποῖος κατέλαβε τόν θρόνο τό ἔτος 813.
Ὁ βασιλέας αὐτός συμπαθοῦσε τίς ἀρχές τῆς μεταρρυθμίσεως. Μεταξύ δέ τῶν ἄλλων, κρίνοντας ἐπιπόλαια τά πράγματα, πρέσβευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν θά μποροῦσε νά ἀνορθωθεῖ, ἐάν ἐπιτέλους δέν ἐπερχόταν ἡ πλήρης κατάργηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπό αὐτή. Ὅτι μία τέτοια δοξασία ἦταν ἀνόητη, ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσῳ τοῦ λυσσαλέου ἀγῶνος κατά τῶν εἰκόνων, κατανάλωσαν χωρίς λόγο δυνάμεις πολύτιμες γιά τό βυζαντινό κράτος καί τήν Ἐκκλησία, τό ὁμολογοῦν καί περίφημοι ἱστορικοί.
Ὁ Λέων ὁ Ε’ ὅμως παρασυρόταν καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν τυφλή προκατάληψη κατά τῶν εἰκόνων. Σέ αὐτό τόν ὠθοῦσαν καί δύο ἄνδρες πού ἀσκοῦσαν πάνω του μεγάλη ἐπιρροή, ὁ Θεόδοτος Μελισσηνός καί ὁ Ἰωάννης ὁ Γραμματικός. Προέβη λοιπόν σέ διατάγματα καί βίαια μέτρα γιά τήν κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἐπεχείρησε φοβερό διωγμό ἐναντίων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί ἡγουμένων καί μοναχῶν, τό ὁποῖο ἐπέκτεινε καί ἐναντίον τῶν συγκλητικῶν, πατρικίων, ἀκόμα δέ καί ἐναντίον γυναικῶν καί παρθένων.
Τό μοναστήρι τῶν Καθαρῶν συμπεριελήφθη στόν διωγμό. Μαινόμενοι στρατιῶτες ἅρπαξαν τά ὑπάρχοντά του, οἱ μοναχοί κακοποιήθηκαν καί διασκορπίσθηκαν, ἐνῷ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ βασιλέας εἶχε ἀκούσει πολλά γι’ αὐτόν. Καί θέλησε νά τόν δεῖ, θεωρώντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά τόν μεταπείσει. Ἀλλά ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀπέδειξε τό ἀντιορθόδοξο καί ἐπιβλαβές πνεῦμα τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν εἰκόνων, ἔλεγξε τόν βασιλέα γιά τό πεῖσμα του καί τίς δυσσεβεῖς ἀπόψεις του καί προανήγγειλε σέ αὐτόν ὅτι ἡ δυσμένεια τῶν Ἁγίων καί ἡ κατακραυγή τῶν θυμάτων πρός τόν Θεό θά ἔφερναν κάποια ἡμέρα τήν τιμωρία.
Ὁ βασιλέας ἐξοργίσθηκε καί διέταξε τήν κράτηση τοῦ Ὁσίου σέ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ του. Διότι δέν σταμάτησε νά διατηρεῖ τή μάταιη ἐλπίδα ὅτι ὠριμότερα σκεπτόμενος ὁ Ὅσιος, θά συμμορφωνόταν πρός τήν βασιλική θέληση. Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τήν ἄκαρπη προσδοκία του, τόν ἐξόρισε σέ φρούριο πού ὀνομαζόταν Πενταδάκτυλο καί βρισκόταν στή χώρα τῆς Λάμπης.
Ἀπό ἐκεῖ, μετά ἀπό αὐστηρή κάθειρξη δεκαοκτώ μηνῶν, τόν μετέφεραν πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάταιες, ὅπως καί πρίν, ἀπέβησαν οἱ προσπάθειες καί τοῦ νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α’ τοῦ Μελισσηνοῦ (815 – 821 μ.Χ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου Κασσιτερᾶ, νά παραπείσουν τόν Ὅσιο νά ἀπαρνηθεῖ τίς ἅγιες εἰκόνες. Ἀκολούθησε νέα κάθειρξη τοῦ Ἰωάννου, ἡ ὁποία διήρκησε δύο χρόνια, στό φρούριο Κριόταυρο τῶν Βουκελλαρίων. Καί ἐκεῖ ὑπέστη τά πάνδεινα, χωρίς ὅμως νά μετριασθεῖ στό παραμικρό ὁ ζῆλος του πρός τίς ἱερές εἰκόνες.
Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύθηκε. Ὁ Λέων ὁ Ε’ σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δέ αὐτόν ὁ Μιχαήλ ὁ Β’. Αὐτός σχεδίαζε νά συμβιβάσει τά ἀντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδή τῶν φίλων τῆς μεταρρυθμίσεως καί τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπέτρεψε δέ στούς διωχθέντες ἀπό τόν Λέοντα τόν Ε’, νά ἐπανέλθουν ἀπό τήν ἐξορία τους. Ἐπανῆλθε τότε καί ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Ἀλλά οἱ ἀντίπαλοι τῶν εἰκόνων ἔπεισαν τόν βασιλέα νά τοῦ ἐπιτρέψει διαμονή μόνο στή Χαλκηδόνα. Ἔτσι τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στήν Κωνσταντινούπολη.
Τόν Μιχαήλ διαδέχθηκε ὁ υἱός του Θεόφιλος, κατά τό 829 μ.Χ., θιασώτης καί αὐτός καί προστάτης τῆς μεταρρυθμίσεως καί ἐχθρός τῶν εἰκόνων. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, τό ἔτος 836 μ.Χ., θέλησε νά εἰσέλθει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά μείνει κοντά στούς ὁμόφρονές του κληρικούς, στήν περιοχή ἑνός ναοῦ. Ἀλλά, ὁ τότε Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ’ ὁ Γραμματικός (836 – 842 μ.Χ.) δέν τό ἐπέτρεψε καί ἐξόρισε τόν Ὅσιο στή νῆσο Ἀφουσία. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, μετά ἀπό δυόμισι χρόνια, πιθανῶς τό ἔτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx


Εκτύπωση   Email

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 85 επισκέπτες

Εμφανίσεις Άρθρων
5454221

Copyright © 2023 Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Πυτιρίνης. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. 

Δημιουργία ιστοτόπου: CJ web Services & Eshop

grafiko 2

Search