Ὅσιος Θεόδουλος ἦταν υἱός τοῦ σοφοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά ἄφησε τήν δόξα τοῦ κόσμου καί ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ μαζί μέ τόν υἱό του. Οἱ Ὅσιοι ἔζησαν πρό τῶν μέσων τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.).
Ἐκεῖ λοιπόν πού διέμεναν, ὁ Νεῖλος, ὁ υἱός του Θεόδουλος καί πολλοί ἄλλοι μοναχοί, ξαφνικά τούς ἐπιτέθηκαν βάρβαροι καί ἄρχισαν νά τούς κατασφάζουν. Ὁ Νεῖλος κατόρθωσε νά διαφύγει. Τόν υἱό του ὅμως, Θεόδουλο τόν πῆραν μαζί τους αἰχμάλωτο. Στήν ἀρχή θέλησαν νά τόν φονεύσουν, ἀλλά κατόπιν τόν πούλησαν καί τόν ἀγόρασε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καί τοῦ ἀπέδωσε τήν ἐλευθερία του.
Ἀργότερα, ὁ Ὅσιος Θεόδουλος συναντήθηκε μέ τόν πατέρα του, τόν Ὅσιο Νεῖλο, ὁ ὁποῖος εἶχε διαφύγει ἀπό τήν σφαγή τῶν Ἀββάδων τοῦ Σινᾶ καί μετέβη μαζί του σέ ἐρημικό τόπο γιά ἄσκηση καί προσευχή. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή τους συνέγραψαν λόγους καί ἐπιστολές μέ πολύτιμες πνευματικές συμβουλές περί τοῦ τρόπου κατά τόν ὁποῖο ὀφείλουν νά ζοῦν οἱ μοναχοί, γιά νά ἐπιτύχουν τήν ἕνωσή τους μέ τόν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουστίνου, τά ἱερά λείψανά του μετεκομίσθησαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί κατατέθηκαν στό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου Θεοδούλου καθώς καί ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν, ἐτελεῖτο στήν Κωνσταντινούπολη, στό Ναό τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου πού βρίσκεται στό ὀρφανοτροφεῖο.