ασίλευσε τό ἔτος 408 σέ ἡλικία μόλις ἑπτά χρονῶν, διάδοχός τοῦ πατέρα του Ἀρκαδίου. Ὀνομάστηκε Μικρός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν παππού του τόν μεγάλο.
Τοῦ μετέδωσε τή χριστιανική εὐσέβεια ἡ ἀδελφή του Πουλχερία καί ἔτσι ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια καί ἀφοσίωση στήν ὀρθόδοξη πίστη. Ὅταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Μικρός ἀνέλαβε τό βασιλικό σκῆπτρο, μέ τή βοήθεια τῆς ἀδελφῆς του Πουλχερίας, ὑποστήριξε θερμά τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης καί τήν ἀσφάλεια τοῦ συμβόλου της. Ἔτσι, μέ βασιλικό θέσπισμα τῆς 19ης Νοεμβρίου τοῦ 430, συνῆλθε τήν 22α Ἰουνίου τοῦ 431 στήν Ἔφεσο ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού κατεδίκασε τίς αἱρετικές δοξασίες τοῦ Νεστορίου.
Ἡ Ἐκκλησία, γιά τή θερμή εὐσέβεια καί τήν σπουδαία αὐτή ὑπηρεσία τοῦ Θεοδοσίου Β’ πρός τήν Ὀρθοδοξία, τόν κατάταξε στόν χορό τῶν Ἁγίων της.