ἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀφρικανός, Πούπλιος καί Τερέντιος συνελήφθησαν, ἐπειδή ἦταν Χριστιανοί καί ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς χώρας τους. Ὅταν αὐτός τούς πρόσταξε νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ἐκεῖνοι μέ μία φωνή ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί καθύβρισαν τά εἴδωλα. Τότε ἐκεῖνος ὀργισμένος τούς ὑπέβαλε σέ φρικτά βασανιστήρια καί μάστιγες. Τούς ἔδεσε μέ ἁλυσίδες καί τούς ἔβαλε μέσα σέ κάμινο γιά τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν τή σφραγισμένη κάμινο, εἶδαν μέ ἔκπληξη ὅτι οἱ Ἅγιοι ἦταν σῶοι καί ἀβλαβεῖς. Ἀπό τό θαῦμα αὐτό πολλοί πίστεψαν στόν Χριστό καί ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ τυφλός πνευματικά ἡγεμόνας διέταξε νά ρίξουν τούς Ἁγίους ἐπάνω σέ ἀναμμένα κάρβουνα καί νά τούς κτυποῦν. Τούς ξερίζωσε μέ σίδερα τούς ὄνυχες. Ἐκεῖνοι καί πάλι, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θαυματούργησαν. Τά εἴδωλα ἔπεσαν κάτω καί συνετρίβησαν στή γῆ. Διαλύθηκαν, ὅπως τό κερί ἀπό τήν φωτιά. Τότε ὁ ἡγεμόνας, φοβούμενος μήπως καί ἄλλοι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες γίνουν Χριστιανοί, ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλίσουν τούς Ἁγίους.
Ἔτσι τελειώθηκε ἡ μαρτυρία αὐτῶν καί οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τούς οὐράνιους στέφανους.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στή μονή Παυλοπετρείου, κοντά στό Παντείχιον τῆς Μ. Ἀσίας καί, ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἔγινε ἐπί Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), στίς 21 Σεπτεμβρίου καί αὐτά ἀπετέθησαν στήν Ἁγία Εὐθυμία τῆς Πέτρας.