Μάρτιος

Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ (16 Μαρτίου)

15 Ὅσιος Χριστόδουλος, κατά κόσμο Ἰωάννης, γεννήθηκε τό 1020 στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Θεόδωρο καί τήν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπό τά νεανικά του χρόνια στήν μοναχική πολιτεία καί ἀσκήτεψε στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καί στήν Παλαιστίνη. Ἔπειτα ἀπῆλθε στό ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μ. Ἀσίας, στή μονή τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καί συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μοναχούς. Ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς του στό ὄρος τοῦ Λάτρου, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω ὅμως τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τό ἔτος 1079, στήν Πάτμο, ὅπου μέ τήν συνδρομή τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118) ἀνήγειρε τήν περιώνυμη μονή καί βιβλιοθήκη.
Στήν συνέχεια μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη γιά ὑποθέσεις τῆς μονῆς καί ἀργότερα, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπό ἡγούμενος, ἦλθε στό Στρόβιλο, πόλη κοντά στήν ἀκτή τῆς Μ. Ἀσίας καί ἀνέλαβε ἐκεῖ τήν φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου. Ἀπό τό Στρόβιλο μετέβη ἀργότερα στή νῆσο Κῶ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μονή τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στήν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός, δώρισε προάστια τῆς νήσου Λέρου καί τή νῆσο Λειψώ.

Ἀπό τήν Κῶ μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀφοῦ συνάντησε τόν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό, τόν παρακάλεσε νά τοῦ δώσει ἄδεια νά ἱδρύσει μονή στή νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καί ἐπιπλέον παραχωρήθηκε στόν Ὅσιο ἀπό τόν αὐτοκράτορα καί ὅλη ἡ νῆσος τό ἔτος 1088. Ἡ ἀνέγερση τῆς μονῆς στήν Πάτμο, ἡ ὁποία τιμᾶται στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξαιτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπό τόν ἱερό Εὐαγγελιστή στό νησί αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπό τόν Ὅσιο Χριστόδουλο. Πρίν ὅμως ἀκόμη τελειώσει τό ἔργο, ὁ Ὅσιος ἀναγκάστηκε μαζί μέ τούς μοναχούς νά ἐγκαταλείψει τό ἔργο καί τό νησί, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίων αὐτῶν.
Ἀπό τήν Πάτμο καταπλέει γιά ἀσφάλεια στόν Εὔριπο (Εὔβοια) κατά τό ἔτος 1092.
Ἡ διαμονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στήν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μέ ἐπιστημονικές ἔρευνες μικρῆς διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας εὐσεβής καί πλούσιος κάτοικος τοῦ Εὐρίπου προσέφερε τήν πολυτελή οἰκία του στόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τήν ἀνέδειξε σέ μοναστήρι, ἂν καί οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στήν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τήν παραμονή του ὄχι στήν ἔρημο ἀλλά κοντά στόν κόσμο. Ἐξάλλου, στήν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στό σπήλαιο στό δυτικό ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).
Ὁ Ὅσιος κατά τήν διαμονή του στόν Εὔριπο συνέταξε τήν «Διαθήκη» καί τόν «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τή Διαθήκη αὐτή, γιά νά ἔχει ἰσχύ, τήν ὑπογράφουν ἑπτά ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς καί τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρεσβύτερος καί σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύτερος καί νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελής διάκονος… καί νοτάριος Εὐρίπου κ.ἅ.
Εἰδικότερα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στό ἔργο του «Βίος καί Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τήν διαμονή καί τήν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στόν Εὔριπο, πού συνέβη τό ἔτος 1093, ὅπως καί τήν ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καί τή μεταφορά του στήν Πάτμο, ἀναγράφοντας τά ἑξῆς:
«Καί φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζί μέ τήν ἀδελφότητα, ἐκεῖ ὅπου τό νερό τῆς θάλασσας εἰσρέει πρός τά ἔξω καί πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενό θαλάσσης, πού οἱ ἀρχαῖοι τό ὀνόμασαν πορθμό τοῦ Εὐρίπου. Καί ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε τό ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καί ἀφοῦ ἀξιώθηκε τήν πρέπουσα τιμή, σάν νά ἦταν Ἄγγελος σέ θνητό σῶμα, νουθετοῦσε τό ποίμνιό του, γιά νά μή δυσφορεῖ στίς συχνές μετακινήσεις, οὔτε νά ἀντιστέκεται ἀνόητα στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, πού οἰκονομεῖ τά πάντα ἐν σοφίᾳ. Ἀλλά ἕνας ἀπό τούς μοναχούς, ἐπειδή δέν ὑπέμενε τίς κακουχίες, οὔτε τό στριφνό καί τό ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπό τούς δώδεκα ἀναχώρησε ἀπό τήν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καί τήν πνευματική ἐκείνη συγκέντρωση τήν ἀντικατέστησε μέ κῆπο, πού νοίκιασε. Καί, καθώς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στόν Ἰούδα καί τόν ὤθησε στήν προδοσία, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί πονηρό δαιμόνιο βασάνιζε τόν μοναχό πού εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀδελφότητα καί ἀνακοινώνεται στόν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος, πρᾶος καί ἀνεξίκακος, δίνοντας τόπο στήν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τό βράδυ πρός τόν μαινόμενο καί παράφρονα, διαβάζει τά λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά ἀσθενή καί ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου, ὁ ὁποῖος δέν ἐπιθυμοῦσε πλέον νά ἀσχολεῖται μέ τήν φύτευση δένδρων καί τήν ἄρδευση κήπων, ἀλλά προθυμοποιεῖται γιά τήν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μέ αὐτόν τόν τρόπο καί πάλι στήν ποίμνη, ἀπό τήν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ. Μετά τήν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θά ἀποδημήσει πρός τόν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοί δέν θά κατοικήσουν μέχρι τέλους στά νησιά καί ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δέν θά ἀδιαφορήσει γι’ αὐτούς, ἀλλά ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θά ἐπανέλθουν καί πάλι στό πνευματικό μαντρί. Παρακαλεῖ λοιπόν νά παραλάβουν μαζί τους τό νεκρό σῶμα του ἀπό τήν ξένη αὐτή γῆ καί νά τό τοποθετήσουν στό ναό, γιά τόν ὁποῖο μόχθησε πολύ. Αὐτά, ἀφοῦ προεῖπε σέ ὅσους συναναστρεφόταν καί καθαγίασε τούς πάντες μέ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό, τήν 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα μέ τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καί τήν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπό τή θάλασσα μέ τήν δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοί μαθητές του θυμόντουσαν τήν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένα καί ἑτοιμάζονταν νά ἀποπλεύσουν. Ἐπειδή ὅσοι κατοικοῦσαν τή χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θά στεροῦνταν τό τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπό τά γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα, ὅτι μέ κανένα λόγο δέν θά τό ἐπέτρεπαν αὐτό. Γιατί νόμιζαν ὅτι θά ἦταν ἀνόητο καί ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, νά ἐπιτρέψουν σέ ἄλλους νά τό μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδή (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτούς σωτήρας, ἰατρός καί θεραπευτής κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτό μέ αὐστηρότητα φρουροῦσαν τόν νεκρό. Ἀλλά δέν ἔπρεπε νά διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος. Γι’ αὐτό καί ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύχτα, ξεφεύγοντας ἀπό τήν προσοχή τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τόν νεκρό στούς ὤμους τόν ἐπιβιβάζουν σέ πλοῖο καί, ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στό νησί, ἀποβιβάζουν μέ μεγαλοπρεπή πομπή τό ἱερό σκῆνος ὑμνολογώντας τόν Θεό καί εὐωδιάζοντας τόν ἀέρα μέ ἀρώματα. Καί τώρα ἄρτιο καί σῶο κεῖται τό σκήνωμα στό ναό τοῦ Ἀποστόλου καί ἀναβλύζει πηγές θαυμάτων καί ὅσοι μέ πίστη τό ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμή μύρου καί μέ μόνη τήν ἁφή καθαγιάζονται καί ἀπελευθερώνονται ἀπό κάθε σωματική βλάβη».
Ἀπό τά ὅσα συνέγραψε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τά ἑξῆς: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρός τούς ἑαυτοῦ μαθητάς ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ ἰδία αὐτοῦ μονῇ», ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καί ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἑορτάζεται στίς 21 Ὀκτωβρίου.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Νικαίας τόν γόνον καί τῆς Πάτμου τό καύχημα, καί τῶν Μοναζόντων τό κλέος, θεοφόρον Χριστόδουλον, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τό σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τήν ἴασιν τῶν ψυχῶν, καί τῶν σωμάτων κράζοντες· δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τό σεπτόν σου λείψανον, ὡς ἰατρεῖον, κεκτημένοι ἄμισθον, νόσων καί θλίψεων πολλῶν, ἀπολυτρούμεθα κράζοντες· χαίροις Πατέρων, τό κλέος Χριστόδουλε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Βιθυνίας γόνος λαμπρός, καί τῆς νήσου Πάτμου, ἀντιλήπτωρ καί ἀρωγός· χαίροις ἀφθαρσίας, εὐῶδες καλλιστεῖον, Χριστόδουλε θεόφρον, Χριστοῦ συμμέτοχε.


Εκτύπωση   Email

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 273 επισκέπτες

Εμφανίσεις Άρθρων
5917565

Copyright © 2023 Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Πυτιρίνης. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. 

Δημιουργία ιστοτόπου: CJ web Services & Eshop

Efxaristirio.Episkepsis

frames

 

Search