Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός, μαθητής τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἐπίσκοπος καί διάδοχός του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὑπῆρξε κατά τόν ἱστορικό Εὐσέβιο Καισαρείας «ἀνήρ θεοφιλής καί κατά πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μέ τίς ἁγιολογικές εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τό ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στήν Ἀλεξάνδρεια.
Ὅταν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀποβιβάσθηκε ἀπό τό πλοῖο στήν πόλη αὐτή, ἀπευθύνθηκε στήν Ἀννιανό γιά νά τοῦ ἐπιδιορθώσει τά χαλασμένα του ὑποδήματα. Ὁ τελευταῖος, ἐπάνω στήν ἐργασία του, τραυμάτισε μέ τό ἐργαλεῖο τό ἀριστερό του χέρι. Μετά ἀπό αὐτό τό συμβάν ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος τοῦ ζήτησε νά πιστέψει στόν Θεό γιά νά θεραπευθεῖ. Καί ἀμέσως ἔκανε πηλό ἀπό τό πτύσμα του καί μέ αὐτό ἐπάλειψε τό χέρι τοῦ Ἀννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου καί τό χέρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἔγινε καλά.
Ὁ Ἀννιανός μετά τό θαῦμα, βαπτίσθηκε ἀπό τόν Ἀπόστολο Μᾶρκο καί τόν διαδέχθηκε στόν Ἀλεξανδρινό θρόνο. Κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 82 μ.Χ.
Κατά ἄλλη μαρτυρία τελεύτησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ, δηλαδή τό ἔτος 85 μ.Χ. Ἄλλη ὅμως παράδοση Ἀνατολικῆς προελεύσεως ἀναφέρει ὅτι ποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπί δεκαοκτώ ἔτη καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 86 μ.Χ.