Ἅγιος Ὀνούφριος, πού κατά κόσμον ὀνομαζόταν Ματθαῖος, καταγόταν ἀπό τό Μεγάλο Τύρναβο καί ἐγεννήθηκε στό χωριό Κάμπροβα ἀπό εύκατάστατους γονεῖς. Ὁ πατέρας του, ὀνομαζόμενος Δέτζιο, προσῆλθε ἀργότερα στόν μοναχισμό καί ἔλαβε τό ὄνομα Δανιήλ. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Ἄννα.
Σέ ἡλικία ὀκτώ ἐτῶν ἦλθε σέ φιλονικία μέ τούς γονεῖς του, ἐπειδή τόν ἔδειραν γιά κάποια ἀταξία, καί τούς ἀπείλησε ὅτι θά γίνει Τοῦρκος. Μέ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νά ἁρπάξουν αὐτόν ἀπό τά χέρια τῶν Τούρκων, πρός ἀποφυγήν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τόν Μωαμεθανισμό, ἀλλά ἀργότερα μετανόησε γιά τήν ἀσεβή αὐτή πράξη. Γι’ αὐτό καί πῆγε στήν Μονή Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καί ἐκάρη μοναχός, μετονομασθείς σέ Μανασσῆ. Στήν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καί ζοῦσε ἀσκητικό βίο.
Ἐπιθυμώντας νά ἐπανορθώσει γιά τό προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτό τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τόν μαρτυρικό θάνατο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στήν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τόν πνευματικό Νικηφόρο καί τόν παρακάλεσε νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Μετά τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχός καί ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στήν συνέχεια, σέ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μέ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο πού καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο, στήν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτά ἡμέρες μέ νηστεία καί προσευχή. Ἀμέσως μετά ἔλαβε λάδι ἀπό τίς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καί ἀφοῦ προσκύνησε σέ κάποιο ναό τά ἱερά λείψανα Ἁγίων καί Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τά ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καί ἐξῆλθε στούς δρόμους ἐπιζητώντας τήν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τήν πίστη του καί ἐκήρυξε τόν Χριστό ὡς μόνο ἀληθινό Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τόν συνέλαβαν καί μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή. Ἦταν τό ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καί ὥρα ἐνάτη. Τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος καί τό ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπό τούς Τούρκους στήν θάλασσα.