αταγόταν ἀπό τήν κωμόπολη Ταλμενία τῆς Παμφυλίας Σίδης (290 μ.Χ.), καί ἐργαζόταν μέ πολλή δραστηριότητα, γιά τήν ἐπέκταση τῆς χριστιανικῆς πίστης.
Γι’ αὐτό, καταγγέλθηκε στόν ἔπαρχο Στρατόνικο καί καταδικάστηκε νά καεῖ. Στό δρόμο ὅμως γιά τήν ἐκτέλεση τῆς ποινῆς, αὐτός πού κρατοῦσε τά ξύλα γιά τή φωτιά, ξαφνικά ἀρρώστησε καί ἔπεσε κάτω. Τότε, ὁ ἐπικεφαλής τοῦ ἀποσπάσματος, διέταξε κάποιον ἀπό τούς στρατιῶτες νά σηκώσει καί νά μεταφέρει τά ξύλα. Ἀλλά ὁ γενναῖος χριστιανός μάρτυρας, παρακάλεσε νά βάλλουν στούς δικούς του ὤμους τά ξύλα, καί νά μεταφέρει αὐτός τά ὑλικά τοῦ μαρτυρίου του.
Τήν ἴδια γενναιότητα ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος Κινδέος καί στήν φωτιά. Ἐνῷ τόν εἶχαν πάνω στά ξύλα, καί πρίν οἱ φλόγες τόν καλύψουν, δίδασκε τούς παρευρισκομένους μέ ἱερό ἐνθουσιασμό καί τούς προέτρεπε νά προσέλθουν στή θρησκεία τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, ἐνῷ παρέδιδε τήν ψυχή του καιόμενος μέσα στίς φλόγες, κέρδιζε ἄλλη μεγάλη νίκη. Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἔκπληκτος μπροστά σέ τέτοιο θάνατο, πίστεψε στόν Χριστό μαζί μέ τήν γυναῖκά του. Γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ἀκόμα μιά φορά τό ἀκατάβλητο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ὅταν αὐτή κηρύττεται μέ αὐταπάρνηση.