Ἅγιος Ἀντίοχος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σεβάστεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν γιατρός. Πήγαινε ἀπὸ πόλη σὲ πόλη καὶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ γιάτρευε τοὺς ἀσθενεῖς ὄχι μόνο κατὰ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ψυχή.
Τὸν συνέλαβε ὁ ἡγεμόνας Ἀδριανὸς καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων. Τὸν κρέμασε ἐπάνω σ’ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρά, κατόπιν τὸν ἄφησε μέσα στὴ φωτιά, ἔπειτα τὸν ἔριξε μέσα σ' ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ λάδι καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἄφησε τροφὴ στ’ ἄγρια θηρία. Ἀπ' ὅλα αὐτὰ ὅμως, ὁ Ἀντίοχος, μὲ τὴ θεία χάρη βγῆκε ἀβλαβὴς καὶ ὄχι μόνο, αλλά μὲ τὴν προσευχή του, συνέτριψε τὰ εἴδωλα καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.