Προφήτης Ἡσαΐας, υἱός τοῦ Ἀμώς, γεννήθηκε στά Ἱεροσόλυμα περί τό 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξύ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καί μεγαλοφωνότερος ἀπό αὐτούς. Τό ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστί Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεός σώζει».
Κατά ἀρχαία ραββινική παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφός τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δέ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τόν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καί ὄχι ἱστορικές ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τήν εὐγενή καταγωγή τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καί εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τά ὁποία ἀναφέρονται στίς Προφητεῖες του. Σέ αὐτά, κατ’ ἐντολήν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικά ὀνόματα. Τοῦ μέν πρώτου τό ὄνομα ἦταν Ἰασούβ καί σημαίνει κατά τούς ἑβδομήκοντα «τό ὑπόλοιπο θά ἐπιστρέψει», δηλαδή οἱ ἐναπομείναντες στήν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θά ἐπανέλθουν στήν πατρίδα τους. Τοῦ δέ ἄλλου τό ὄνομα ἦταν Μαχέρ Σχαλάζ Χάς Βάζ καί σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σέ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατά τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καί Βαβυλωνίων.
Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στήν προφητική διακονία του κατά τό 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καί πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σέ μία συναρπαστική περιγραφή τήν κλήση του. Εὑρισκόμενος στό ἱερό εἶδε τόν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σέ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπό τό θεῖο θρόνο προσφωνώντας καί ἀντιφωνώντας τό ἕνα τό ἄλλο, δοξολογώντας τόν Θεό καί λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ».
Μπροστά στό μεγαλειῶδες αὐτό θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπό βαθιά συγκίνηση καί δέος, ἀναλογίστηκε τήν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καί ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος πού ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νά δεῖ τόν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετά τήν ταπεινή αὐτή ὁμολογία του, ἕνα ἀπό τά Σεραφίμ ἔλαβε διά τῆς λαβίδος στό χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπό τό θυσιαστήριο, στό ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τά χείλη τοῦ Ἡσαΐα καί τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτό ἄγγιξε τά χείλη σου καί θά ἀφαιρέσει τίς ἀνομίες σου καί θά καθαρίσει τελείως καί θά ἀπαλείψει ἀπό σένα τίς ἁμαρτίες σου».
Τό ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δέ καί ἐπί Μανασσῆ, ἀπό τόν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σέ θάνατο καί ἐκτελέσθηκε μέ ξύλινο πριόνι, ἐπειδή τόν ἔλεγξε δημοσίως γιά τήν ἀσέβειά του.
Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.
Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.
Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνῳ φθογγῇ, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε· σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἐλλαμφθεὶς τῇ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης· διὸ σὲ Ἡσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἡσαΐα θεοκῆρυξ, πᾶσιν ἐτράνωσας τοῖς ὑφ' ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν· Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.
Μεγαλυνάριον.
Ἄνθρακι τὰ χείλη σου καθαρθείς, τῆς ὑπερκοσμίου, θεωρίας θεουργικῶς, ὤφθης Ἡσαΐα, Προφήτης θεηγόρος, καὶ τοῦ Χριστοῦ προλέγεις, σαφῶς τὴν σάρκωσιν.