Ὅσιος Σεραφείμ, κατά κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στίς 31 Μαρτίου 1866 στό χωριό Βαχρομέεβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια, τῆς περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ. Τήν 1η Ἀπριλίου 866 βαπτίσθηκε καί ἔλαβε τό ὄνομα Βασίλειος πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου. Οἱ γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς καί Χιονία Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ, ἦταν θεοσεβούμενοι καί φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ἀπό μικρό παιδί ὁ Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καί παρουσίαζε τά χαρακτηριστικά μιᾶς Χριστιανικῆς ψυχῆς, τά ὁποία καί ἀποκαλύφθηκαν πλήρως, στά χρόνια τῆς ὡριμότητάς του.
Ὁ φιλάνθρωπος Θεός τοῦ πρόσφερε τήν ἐξυπνάδα, τόν ἀσυνήθιστο ζῆλο καί τήν προθυμία, τήν ὑπομονή καί τήν ἐπιμονή στήν ἐπίτευξη τῶν στόχων του, καθώς καί στήν ἐξαιρετική μνήμη. Σέ πολύ μικρή ἡλικία, σχεδόν μόνος του ἔμαθε τήν γραμματική καί στήν συνέχεια τίς ἀρχές τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Τά πρῶτα του βιβλία ἦταν τό Εὐαγγέλιο καί τό Ψαλτήρι.
Στόν ἔφηβο Βασίλειο ἄρεσε πολύ ἡ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν καί θεολογικῶν βιβλίων καί συγκεκριμένα αὐτῶν πού εἶχαν σχέση μέ τόν βίο τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, οἱ μεγάλοι Ἀσκητές Ἀντώνιος, Μακάριος καί Παχώμιος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, καλλιεργοῦσαν ἐντός του ρίγος σεβασμοῦ καί πνευματικῆς χαρᾶς. Ἤδη τότε μπροστά του ἁπλώθηκε ἕνας κόσμος, πού θάμπωσε ὅλα τά γήινα πράγματα. Στά βάθη τῆς ἁγνῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς του γεννήθηκε ἡ σκέψη τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς μορφῆς. Γιά τούς γύρω του αὐτός ὁ σκοπός ἀποτελοῦσε ἀκόμα μυστικό.
Ὅταν ὑπῆρχε ἐλεύθερος χρόνος ἡ οἰκογένεια Μουράβιεφ πήγαινε γιά προσκύνημα σέ ναούς καί μοναστήρια. Μέ μεγάλη χαρά ἐπισκεπτόταν τή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τήν Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου ζοῦσε ὁ γνωστός γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ὁ γέροντας ὑπῆρξε σοφός δάσκαλος καί χαρισματοῦχος. «Χωρίς τόν Θεό, οὔτε στό κατῶφλι!», ἦταν ἡ ἀγαπημένη παραίνεση τοῦ γέροντος Βαρνάβα, μέ τήν ὁποία δεχόταν τούς ἐπισκέπτες. Αὐτά τά λόγια χαράχθηκαν στήν ψυχή τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καί τά ἔκανε νόμο γιά τήν ζωή του.
Ἔτσι, μέ τρόπο σχεδόν ἀπαρατήρητο, ἔβαλε ὁ Πανάγαθος Κύριος στήν καρδιά τοῦ Βασιλείου, ἀπό μικρή ἡλικία, τούς σπόρους τοῦ ἤθους καί τῆς ἁγιότητας. Καί οἱ σπόροι αὐτοί ἔπεσαν σέ γόνιμο ἔδαφος.
Ξαφνικά ἦλθε θλίψη. Ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του τόν Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς Μουραβιέφ. Ἦταν μόνο τριάντα ἐννέα ἐτῶν. Ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μεγάλη δοκιμασία. Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου ἦταν φιλάσθενη καί μετά τό συμβάν ἡ κατάστασή της ἐπιδεινώθηκε. Ὁ Βασίλειος ἔπρεπε νά ἀναλάβει τό χρέος νά συντηρήσει τήν οἰκογένειά του.
Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια προσέφερε τήν βοήθειά Της στήν πτωχή οἰκογένεια. Ἕνας συγχωριανός τους, δίκαιος καί εὐσεβής ἄνθρωπος, πού ἐργαζόταν στήν Ἁγία Πετρούπολη, κάλεσε τόν Βασίλειο στήν πόλη μέ σκοπό νά τόν βοηθήσει νά βρεῖ δουλειά. Ἡ μητέρα του τόν εὐλόγησε μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καί ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔφυγε γιά τήν Ἁγία Πετρούπολη.
Ἐκεῖ ὁ Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολύ στό νά προσαρμοστεῖ στήν ἔντονη ζωή τῆς πρωτεύουσας. Μέ τήν βοήθεια τοῦ προστάτη του πῆρε τήν θέση τοῦ διανομέα σέ ἕνα ἀπό τά καταστήματα τοῦ Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδή τοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες, λόγω ζήλου γιά τήν καλή ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας καί τῆς προθυμίας του, ὁ Βασίλειος κέρδισε τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐργοδότη του. Στήν συνέχεια ἀναλαμβάνει τίς πιό δύσκολες δουλειές, τίς ὁποῖες μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐκτελεῖ κατά τόν καλύτερο τρόπο. Σχεδόν ὅλο του τόν μισθό τόν ἀποστέλλει στήν μητέρα του, κρατώντας μόνο ἕνα μικρό μέρος γιά τίς βασικές του ἀνάγκες.
Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμή πού ἡ τάση τοῦ Βασιλείου πρός τόν μοναχισμό γίνεται πιό ἔντονη. Ἦταν περίπου δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὅταν κάποια ἡμέρα ἐπισκέφθηκε τή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυϊ καί ζήτησε συνάντηση μέ τόν ἡγούμενο. Ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔλειπε. Ἐκείνη τήν περίοδο στή Λαύρα βρίσκονταν γέροντες, πού ἦταν γνωστοί σέ ὅλη τήν Ρωσία. Τοῦ πρότειναν, λοιπόν, νά συναντήσει ἕναν ἀπό αὐτούς τούς γέροντες. Γονατιστός, μέ δάκρυα στά μάτια, διηγήθηκε τότε ὁ Βασίλειος σέ κάποιον γέροντα τήν μεγάλη του ἐπιθυμία. Σέ ἀπάντηση ἄκουσε ἀπό τόν γέροντα μία συμβουλή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε προφητική: νά παραμείνει στόν κόσμο, νά ἀσχοληθεῖ μέ καλές καί δεκτές ἀπό τόν Θεό πράξεις, νά δημιουργήσει καλή καί εὐσεβή οἰκογένεια, νά δώσει σωστή ἀνατροφή στά παιδιά του καί μαζί μέ τήν σύζυγό του, ὅλη τήν ὑπόλοιπη ζωή τους νά τήν ἀφιερώσουν στόν μοναχισμό. Καί στό τέλος ὁ γέροντας εἶπε: «Βασίλειε! Σέ περιμένει ἕνας δύσκολος δρόμος μέ πολύ θλίψη. Ἀκολούθησέ τον μπροστά στόν Θεό καί στή συνείδησή σου. Θά φθάσει ἡ στιγμή καί ὁ Θεός θά σέ ἀνταμείψει…». Ἔτσι παρουσιάστηκε στόν Βασίλειο ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ἀποτελοῦσε μία προετοιμασία γιά τήν μοναστική ζωή. Ἦταν ἕνα κατόρθωμα ὑπακοῆς πού κράτησε περισσότερο ἀπό σαράντα χρόνια.
Τίς ἐλεύθερες ὧρες του τίς περνοῦσε στό ναό, ὅπου προσευχόταν ἢ μελετοῦσε. Προσπαθοῦσε συνέχεια νά διδάσκει τόν ἑαυτό του, ἐνῷ σέ κάθε εὐκαιρία πήγαινε στό χωριό του καί βοηθοῦσε τήν μητέρα του. Τήν ἀγαποῦσε πολύ καί συνέχεια προσευχόταν γι’ αὐτήν.
Ὁ ἐργοδότης τοῦ Βασιλείου μέ ὅλα τά μέσα ἐνθάρρυνε τόν θεοσεβούμενο τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐκτιμοῦσε πολύ τό ἦθος, τήν πρακτικότητα, τήν ἐξαίρετη ἐργατικότητα καί τό ἀναμφισβήτητο ἐμπορικό ταλέντο τοῦ ὑπαλλήλου του. Ὅταν δέ ὁ Βασίλειος ἔκλεισε τά δέκα ἑπτά του χρόνια, τόν ἔκανε προϊστάμενο τοῦ γραφείου τῆς ἐπιχείρησης. Στό μέλλον ἤλπιζε νά τόν ἔχει συνέταιρο.
Λόγῳ τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ νεαρός προϊστάμενος ἔπρεπε νά ἐπισκέπτεται τήν Μόσχα, τό Νίζνϊυ – Νόβγκοροντ καί ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας. Τότε μέ τήν συγκατάθεση τοῦ ἐργοδότη του ἐπισκέπτεται τούς εὐλογημένους τόπους πού βρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στή μονή τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ροντονέζ, γιά νά προσευχηθεῖ. Οἱ προσκυνητές πού ἐπισκέπτονταν τή Λαύρα, προσπαθοῦσαν πάντα νά ἐπισκεφθοῦν τή Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, γιά νά προσκυνήσουν τήν ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσέρνιγκωφ καί νά πάρουν τήν εὐλογία καί τή συμβουλή τοῦ γέροντος Βαρνάβα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔφερε ξανά τό νεαρό Βασίλειο κοντά στόν γέροντα καί, μετά τήν μεγάλη συζήτηση πού εἶχαν, ὁ Βασίλειος ἔγινε πνευματικός υἱός τοῦ γέροντος Βαρνάβα.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος προσπαθοῦσε συνέχεια νά ἀσκεῖται στήν προσευχή, νά ἔχει καθαρή τήν σκέψη του καί νά ἀντιστέκεται στούς πειρασμούς.
Ἔφθασε ἡ στιγμή, ὁ Βασίλειος νά διαλέξει τήν σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι τό ἔτος 1890, μέ τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τήν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.
Τό ἔτος 1892 ὁ Βασίλειος ἀνοίγει δική του ἐπιχείρηση. Ἔχοντας τήν ἀπαραίτητη πεῖρα καί τίς σταθερές ἐμπορικές διασυνδέσεις, ἀσχολεῖται μέ τήν παραγωγή καί ἐμπορία γουναρικῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐμπορευμάτων, ἐξαγόταν στό ἐξωτερικό: Γερμανία, Αὐστρο – Οὐγγαρία, Ἀγγλία, Γαλλία καί ἄλλες χῶρες.
Τό ἔτος 1895 γεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος καί μετά ἡ κόρη τους, ἡ Ὄλγα. Ὅμως τό κορίτσι πέθανε σέ πολύ μικρή ἡλικία καί μετά τόν θάνατό της, ὕστερα ἀπό κοινή συμφωνία, καί εὐλογία τοῦ γέροντα Βαρνάβα, οἱ σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν τήν κοινή τους ζωή ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχές τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τούς βοήθησαν νά κρατηθοῦν στέρεοι στήν ἀπόφασή τους.
Ἡ οἰκογένεια τῶν Μουραβιέφ, μετά ἀπό κάθε Θεία Λειτουργία σέ μεγάλη ἑορτή καί πανήγυρη, προσέφερε φαγητό σέ πτωχούς ἀνθρώπους. Μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» ὁ Βασίλειος τούς μιλοῦσε γιά τήν σημασία τῆς ἑορτῆς καί γιά τόν βίο τοῦ Ἁγίου πού ἑόρταζαν, τούς εὐχαριστοῦσε καί εὐχόταν σέ ὅλους, πού ἐπισκέφθηκαν τό σπίτι του. Ὅταν τελείωνε τό γεῦμα, προσέφερε στούς καλεσμένους του δῶρα καί χρήματα καί τούς καλοῦσε στήν ἑπόμενη ἑορτή. Ὡς πιστός μαθητής τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος ἔλεγε: «Ὅλο τό κακό πρέπει νά σκεπασθεῖ μόνο μέ τήν ἀγάπη. Ὅσο πιό χαμηλή εἶναι ἡ θέση σου, τόσο πιό πολύτιμος εἶσαι γιά μένα». Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσοι πτωχοί καί ἀσθενεῖς μνημόνευαν στήν προσευχή τους ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τους, τά ὀνόματα Βασίλειος καί Ὄλγα, ζητώντας ὑγεία καί σωτηρία γιά τούς εὐεργέτες τους.
Ὁ Βασίλειος βοηθοῦσε ναούς καί μονές καί ὡς εὔσπλαχνος Σαμαρείτης πρόσφερε δωρεές γιά τήν συντήρηση τῶν γηροκομείων, τό μεγαλύτερο ἐκ τῶν ὁποίων βρισκόταν στή διεθνή λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ μοναστηριοῦ Νοβοντέβιτσι. Μέ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι ἐπισκέπτονταν τά γηροκομεῖα, προσφέροντας τήν παρηγοριά καί τήν ζεστασιά τους στούς ἀδύναμους καί μόνους.
Οἱ Μουραβιέφ πολλές φορές ἔπαιρναν σπίτι τους, τούς ἀσθενεῖς ἀπό τά κρατικά νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σέ συνθῆκες ἑνός φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπόνια καί ἡ εἰλικρινής ἀγάπη, ἔκαναν θαύματα.
Τό ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τόν Ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νά βρεθοῦν ἐκεῖ, στή μονή τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μέ τόν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπό τήν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιά τόν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τά λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικός σκοπός τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στίς ἀρχές τοῦ 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαριά. Γιά τελευταία φορά ἐπισκέπτεται τήν γυναικεία μονή Ἰβήρων – Βίκσουν, τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ ἴδιος καί τήν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐδῶ πέρασε δύο ἡμέρες, συναντήθηκε μέ τά ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τούς εὐχαρίστησε γιά τήν ἀγάπη του πρός τό πρόσωπό του καί τήν εὐεργεσία τους πρός τή μονή Ἰβήρων, παρακαλώντας νά τήν βοηθήσουν καί στό μέλλον. Στίς 17 Φεβρουαρίου ὁ γέροντας Βαρνάβας κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Πραγματικός φίλος γιά τόν Βασίλειο ἔγινε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης (Μπιστρόε), ὁ πνευματικός τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καί μελλοντικός Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν περίοδο διατελοῦσε ἐπιθεωρητής τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ὁ μελλοντικός Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στόν Βασίλειο, τόν πραγματικά εὐσεβή καί ταπεινό ἀσκητή. Τούς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στίς ἐπιστῆμες. Στόν Βασίλειο πάντα ἄρεσε ἡ ἱστορία καί, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης, ὡς καθηγητής τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτόν ἀσύγκριτο συνομιλητή καί διδάσκαλο.
Τό ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικό μέλος τοῦ Φιλανθρωπικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στή Ρωσία. Πολλοί γνωστοί Ἱεράρχες καί ἐκκλησιαστικοί παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τό ἔτος 1908 γίνεται μέλος τοῦ Ὀργανισμοῦ ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικός Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τήν καθέδρα τοῦ Γιαροσλάβλ.
Ἀπό τό ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχή τῆς δοκιμασίας γιά τήν Ρωσία. Κατά τά πρῶτα τρία χρόνια μετά τήν Ὀκτωβριανή ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιέφ μένει ἐκτός πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τήν ἐμπορική ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουραβιέφ καί ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπό τίς κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στή μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει στή μονή τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, καί στίς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στή γεροντία τῆς Λαύρας, μέ παράκληση νά τόν δεχθοῦν στήν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τό πρῶτο διακόνημα πού τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτό τοῦ νεωκόρου. Τήν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καί ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.
Ἤδη στίς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμίν εὐλογεῖ τή χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καί Ὄλγας, πού ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καί Χριστίνα. Σέ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καί τοῦ ζητεῖται νά ἀναλάβει τό γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτή ἡ θέση ἦταν ἡ πιό δύσκολη στή μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπό τόν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος στρατός πολεμοῦσε τόν λευκό στρατό. Στά νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν Νικόλσκι, Τίχβινσκι καί Λαζαρέβσκι τό κλάμα δέν σταματοῦσε.
Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργά στό πιό μαζικό ἐκκλησιαστικό – κοινωνικό κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, πού ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.
Αὐτή ἡ περίοδος ἦταν πολύ δύσκολη γιά τήν Λαύρα. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στίς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας κάθε φορά διάφορα διοικητικά προβλήματα.
Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ μοναστική ζωή στή Λαύρα ὄχι μόνο δέν ἔσβηνε, ἀλλά βρισκόταν σέ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονή ἀποτελοῦσε πραγματικό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ δημιουργήθηκε ὁ σταθμός συλλογῆς χρημάτων γιά τούς πεινασμένους, παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στούς ἄστεγους ἀναπήρους πολέμου, εὕρισκαν καταφύγιο τά ὀρφανά καί καθημερινά προσφερόταν φαγητό στούς πτωχούς. Τό ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στόν πατέρα Βαρνάβα.
Στίς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμίν χειροτόνησε τόν πατέρα Βαρνάβα σέ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλά τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων ἀπό διαφορετικά στρώματα, ἀπό ἕναν ἁπλό ἐργάτη μέχρι τόν διανοούμενο καί κατανοοῦσε τίς πνευματικές τους ἀνάγκες καί τά προβλήματά τους. Ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ ψυχές πολλῶν πιστῶν στρέφονταν στόν ἁπλό καί πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καί περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στό κελί του γιά πνευματική καθοδήγηση καί παρηγοριά.
Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στόν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλήψεις τῶν ἀγαπημένων του φίλων καί συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμανδρίτου Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου (Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδριτῶν Γουρίου καί Λέοντος, τοῦ ἱερομονάχου Ἐμμανουήλ καί πολλῶν ἄλλων ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.
Μαζί μέ τίς συλλήψεις ἦλθαν καί οἱ καινούργιες συμφορές. Στίς 17 Ἰουλίου ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ὅτι ἔχει ὅλα τά δικαιώματα ἐπί τῆς Λαύρας καί ἀπαγορεύει τή μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία στήριζε φανερά μία μερίδα τοῦ κλήρου πού τήν ἀκολούθησε. Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ ἱερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικός τῆς μονῆς ἀρχιμανδρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καί ὁ ἱερομόναχος Βαρλαάμ (Σατσερντότσκι), τό πνευματικό κύρος τῶν ὁποίων ἦταν πολύ μεγάλο, συμβούλεψαν τούς ἀδελφούς νά δείχνουν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στή νέα διοίκηση τῆς Λαύρας καί νά δεχθοῦν τήν προσωρινή καί ἐπιφανειακή ὑποχώρηση, εἰδάλλως τό μοναστήρι ἀναπόφευκτα θά ἔκλεινε. Ὁ χρόνος τούς δικαίωσε. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Πατριάρχη Τύχωνος ἀπό τή φυλακή, τό ἔτος 1923, ἡ Λαύρα βρῆκε τόν κανονικό της ρυθμό.
Δέν ἦταν καθόλου εὔκολο γιά τούς μοναχούς νά διατηρήσουν τήν ἐσωτερική τους γαλήνη σέ αὐτή τήν πολυτάραχη ἐποχή.
Ἀμέσως μετά τά γεγονότα, ὁ πατέρας Βαρνάβας ἐκλέγεται ἀπό τή διοίκηση καί τήν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας, μέλος τῆς Γεροντίας καί διορίζεται σέ πιό ὑπεύθυνη διοικητική θέση, στή θέση τοῦ ταμία τῆς Λαύρας. Παρόλο πού ὁ Βαρνάβας ἐπεδίωκε τήν ἀπομόνωση καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν φροντίδα τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, ἀνέλαβε τό νέο του διακόνημα μέ πραότητα καί ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Λίγο ἀργότερα ἑτοιμάζεται ἐσωτερικά, γιά νά ἀναλάβει τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ. Λίγο πρίν τοῦ ἀνατεθεῖ τό διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περί τά τέλη τοῦ 1926 ἢ τίς ἀρχές τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Σεραφείμ, πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Κατά τήν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινός ἀσκητής ἔλεγε πρός τούς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θά ἐξασφαλίσει τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σέ μᾶς μένει μόνο νά ἐγκαταλείπουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό καί νά Τόν παρακαλᾶμε γιά συγχώρεση. Νά θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἐλπίζουμε στό ἔλεός Του».
Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στό ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτα φυσικές καί πνευματικές ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τήν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροί διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμό καί θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στά κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν ἔλεγε σέ κανέναν τίποτα γιά τίς ἀσθένειές του καί συνέχιζε μέ ἀπίστευτη γενναιότητα νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καί τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τό πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καί χαρά καί κανένας ἀπό τούς ἀδελφούς δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ τόν πόνο πού ἔνιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμή γινόταν πολύ σιγανή.
Ἔφθασε ἡ ἡμέρα πού ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ ἀπό τό κρεβάτι.
Τήν καινούργια δοκιμασία, τήν ἀσθένεια, τήν δέχθηκε ὁ Ὅσιος μέ ἐξαιρετική ἠρεμία καί ὑπομονή, σάν νά ἦταν τό ἑπόμενο λειτούργημα πού τοῦ ζήτησε ὁ Θεός. Δέν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τόν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σέ αὐτούς πού τόν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὑποφέρουν ἀπό χειρότερες ἀσθένειες!».
Ὁ καιρός περνοῦσε καί ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου παρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξήντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανίσθηκαν ἡ πνευμονική καί καρδιακή ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροί τόν συμβούλευσαν νά μετακομίσει στήν ἐξοχή καί ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχή τῆς Βυρίτσας.
Ὁ Μητροπολίτης Σεραφείμ (Τσιτσάγκωφ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἰατρικές γνώσεις, διάβασε τό πόρισμα τῶν ἰατρῶν καί ἀμέσως ἔδωσε τήν εὐλογία του γιά τό ταξίδι.
Μετά τήν μετακόμιση στή Βυρίτσα, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ δέν ἐπισκέπτεται τούς ἰατρούς: «Γιά ὅλα ὑπάρχει ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀσθένεια εἶναι σχολή τῆς πραότητος, ὅταν πραγματικά γνωρίζεις τήν ἀνημποριά σου…».
Τήν Δευτέρα, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ὁ Ὅσιος δέν ἔτρωγε τίποτε. Κάποιες φορές δέν ἔτρωγε καθόλου γιά μερικές ἡμέρες. Πολύ σπάνια ἔπινε τσάϊ μέ λίγο ψωμί. Κάθε ἑβδομάδα κοινωνοῦσε ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς περιοχῆς. Ὅμως, ἐκτός αὐτοῦ, στό κελί τοῦ Ὁσίου ὑπῆρχαν πάντοτε τά Τίμια Δῶρα καί ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν Θεία Κοινωνία. Νιώθοντας τήν ἐσωτερική ἀνάγκη κοινωνοῦσε μόνος.
Πρός μίμηση τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στόν κῆπο ἐπάνω σέ πέτρα, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ προσευχόταν καθημερινά ἐπάνω στήν πέτρα. Καί οἱ προσευχές του ἔφθαναν στόν Κύριο. Ἡ ἀγάπη ἀποκρινόταν στήν ἀγάπη. Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει πόσες ἀνθρώπινες ψυχές ἔσωσαν ἐκεῖνες οἱ προσευχές. Εἶναι τό μόνο ἀναμφίβολο, ὅτι σάν μία ἀόρατη κλωστή συνέδεαν τή γῆ μέ τόν οὐρανό, ζητοῦσαν καί πρόσμεναν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλάζοντας μέ ἕναν τρόπο μυστικό, τήν πορεία πολλῶν σοβαρῶν γεγονότων.
Ὅμως ὁ χρόνος τοῦ γήϊνου ταξιδιοῦ τοῦ Ὁσίου, πλησίαζε στό τέλος. Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ γνώριζε τήν στιγμή πού θά περνοῦσε στήν αἰωνιότητα. Μία μέρα πρίν τό τέλος του, εὐλόγησε τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους του μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.
Πολύ νωρίς ἐκεῖνο τό πρωινό τοῦ ἔτους 1949 φανερώθηκε στόν Ὅσιο Σεραφείμ ἡ Παναγία καί μέ τό δεξί της χέρι τοῦ ἔδειξε τόν οὐρανό. Ὁ Ὅσιος παρακάλεσε νά μήν τόν ἐνοχλήσει κανείς. Ἡ ἡμέρα πέρασε μέ πολύ προσευχή, τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ψαλτηρίου. Γύρω στίς 2, μετά τό μεσονύκτιο, ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἔκανε τόν σταυρό του καί ψελλίζοντας τήν ἱκεσία «Σῶσε, Κύριε καί ἐλέησε ὅλον τόν κόσμο» ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα.
Τό λαϊκό προσκύνημα συνεχιζόταν γιά τρεῖς ἡμέρες. Ὅλοι ἔνιωθαν ὅτι τά χέρια τοῦ Ὁσίου ἦταν μαλακά καί ζεστά σάν νά ἦταν ζωντανός. Κάποιοι ἔνιωθαν εὐωδία δίπλα στό φέρετρο. Τήν πρώτη ἡμέρα μετά τόν θάνατο τοῦ Ὁσίου θεραπεύθηκε ἕνα τυφλό κοριτσάκι. Ἡ μητέρα του τό πῆγε κοντά στό φέρετρο καί εἶπε στό παιδί της: «Φίλησε τό χέρι τοῦ παπποῦ». Καί σέ λίγο ἔγινε τό θαῦμα.