«Μετά τούτο ειδώς ό Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή ή γραφή, λέγει Διψώ»
Κύριος μας σήμερα βρίσκεται πάνω στο σταυρό. Ή φύσις πάσχει. Ή γη βυθίζεται στο σκοτάδι, φορεί τα μαύρα. Τα βράχια σείονται, το καταπέτασμα του ναού σχίζεται. Οι άγγελοι πενθούν και λένε στους ανθρώπους, Κλάψτε και εσείς για το Χριστό. Πέντε ώρες έμεινε πάνω στο ξύλο του σταυρού ό Κύριος. Απερίγραπτο το μαρτύριο του. Άλλα και την ώρα του πόνου δεν έχασε τη διαύγεια του. Φίλοι και εχθροί, όλοι πέρασαν από τη σκέψη του. Όλους τους θυμήθηκε με μια αγάπη άπειρη.
Θυμήθηκε την Παναγία Μητέρα και την εμπιστεύθηκε στον Ιωάννη με το «Ιδού ή μήτηρ σου» (Ίωάν. 19,27). Θυμήθηκε και τους σταυρωτάς και είπε το «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Άλλ' ή ώρα του θανάτου πλησιάζει. Ή ζωή του Χριστού λειώνει σαν το κερί. Οι σταυρωτοί βλέπουν την αγωνία και με σαδισμό επιχαίρουν για τα παθήματα του. Τότε ό Χριστός ανοίγει τα χείλη και λέει. «Διψώ» (Ίωάν. 19,29). Αυτό το λόγο θέλησα να λάβω ως θέμα. Ελάτε να τον μελετήσουμε. Ζητώ τη βοήθεια του Εσταυρωμένου και τη δική σας προσοχή. Χριστέ, βοήθησε με Χριστιανοί, προσέξτε με. «Διψώ».
Από την ώρα πού συνελήφθη στη Γεσθημανή μέχρι τη στιγμή πού είπε τη λέξη αυτή, ό Χριστός υπέφερε μύρια μαρτύρια. Για κανένα όμως δεν άνοιξε το στόμα του να παραπονεθεί, έμεινε άφωνος σαν άκακο αρνίο. Όταν του έβαλαν το ακάνθινο στεφάνι δεν είπε «Ώ ή κεφαλή μου!», όταν τον χτύπησαν με το φραγγέλιο δεν είπε «'Ώ τα νώτα μου!», όταν τον κάρφωναν δεν είπε «'Ώ τα πόδια, ω τα χέρια μου!». Τώρα όμως πού πλησιάζει το τέλος λέει «Διψώ». Είναι μια ανάγκη του σώματος,
Είναι προπαντός ό πόνος της ψυχής του «Διψώ». Ποιος δίψα; Εκείνος πού δημιούργησε το νερό και τις δεξαμενές του. Υδρατμοί και νέφη, θάλασσες και ωκεανοί, πηγές και λίμνες, ποταμοί και ρυάκια, όλα Είναι έργα του. Αν δώσει μια διαταγή, ή θάλασσα θα γίνει ξηρά, οι ωκεανοί θα δείξουν το βυθό τους, οι πηγές θα στερέψουν, οί άνθρωποι θα πεθάνουν. και όμως ό δημιουργός του ύδατος διψά. «Διψώ». Ποίος το λέει; Εκείνος πού βρέχει επί δικαίους και αδίκους, εκείνος πού ποτίζει και τον κακούργο. Εκείνος πού δροσίζει τα άνθη κ αϊ τη χλόη. Εκείνος πού σε όλους προσφέρει δωρεάν το νερό.
Αυτός τώρα δίψα. «Διψώ». Και σε ποιους το λέει; Στους Ιουδαίους, πού μαζί με τους ξένους στρατιώτες κυκλώνουν το σταυρό. Αυτοί είχαν ιδιαίτερο λόγο να τον ευγνωμονούν. Δίψασαν κι αυτοί κάποτε, είπαν κι αυτοί «διψώ». Πού, πότε; Όταν διάβαιναν την έρημο της Αραβίας. Σταλαγματιά νερό δεν υπήρχε. Τρέχουν στο Μωϋσή «Διψούμε, δός μας νερό, χανόμαστε!». Ό Μωυσής παρακάλεσε το Θεό, κι ό Θεός τον διέταξε να χτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο. Κι ό βράχος έγινε βρύση.
Τους πότισε με άφθονο νερό. Ποιος; Αυτός πού τώρα φωνάζει «Διψώ». Όταν φώναξαν εκείνοι «διψούμε», ό Χριστός τους έδωσε νερό, τώρα πού ό Χριστός λέει «Διψώ», δέ' βρίσκεται ένας άπ' αυτούς να του προσφέρει λίγη δροσιά. Ώ της αχαριστίας σας, Ιουδαίοι! «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος» (αντίφ. ι6' 1). «Διψώ». Είναι φυσικό να δίψα ό Χριστός. Είναι τέλειος άνθρωπος, έχει τις ανάγκες πού έχουμε κ' εμείς. Το αίμα του έφυγε, ποτίζει τη γη του Γολγοθά.
Σαν τραυματίας, σαν κουρασμένος οδοιπόρος φωνάζει «Διψώ». Άλλ' ή φωνή του «φωνή βοώντος εν τη έρήμω» (Ματθ. 3,3). Οι σταυρωτοί δεν εννοούν ν' ανακουφίσουν τον πόνο του. Αντιθέτως, νερό ζητεί, κι αυτοί του προσφέρουν ξίδι με χολή. Άλλα ή λέξη «Διψώ» δεν εκφράζει ανάγκη σωματική μόνο. Δέ' διψά μόνο το σώμα του Χριστού έχει και δίψα ψυχική. «Διψώ». τι διψά ή ψυχή του Χριστού μας; Διψά δικαιοσύνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6).
Ποιος άλλος αγάπησε το δίκαιο όσο ό Χριστός; και όμως έπεσε πρώτο θύμα της αγριωτέρας αδικίας. Ή καταδίκη του μένει αιώνιο στίγμα της ανθρωπινής δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης»(Ήσ. 26,9). Άλλα που δικαιοσύνη; Πάνω απ' το σταυρό σήμερα ρίχνει το θείο βλέμμα στη γη της αδικίας κι ακούω τη φωνή του «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, άλλ' οί άρχοντες των λαών βουλώνουν τ' αυτιά τους χειρότερα από τους Ιουδαίους.
Άγγλος πολιτικός είπε, ότι επικρατεί όχι ό νόμος της δικαιοσύνης, άλλ' ό νόμος της ζούγκλας, ό ισχυρός καταβροχθίζει τον αδύνατο. Το άνθος του δι καιου μαράθηκε από το λίβα της αδικίας. «Διψώ». Διψά τι; Ειρήνη. Εκείνος είπε «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. 5,9) και διέταξε την Εκκλησία του να εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Ειρήνη διψά ή μεγάλη καρδιά του. Και αντί ειρήνης βρίσκει ταραχή, θόρυβο. Τα έθνη ετοιμάζονται για πόλεμο, τροχίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στην ακονόπετρα του μίσους, τρέχουν ακάθεκτοι στο δρόμο του αίματος.
Δέ' βρίσκει ό Χριστός αυτό πού ποθεί, κ' εξακολουθεί να φωνάζει στον μαινόμενο κόσμο. Διψώ την ειρήνη! «Διψώ». τι διψά; Διψά αγάπη. Άλλα που αγάπη; Τα λουλούδια της αγάπης σπανίζουν πια στον εγωιστικό μας κόσμο. Το μίσος απλώνεται, ψυγείο κατήντησε ή γη, παγωνιά επικρατεί. Και ό Χριστός βλέπει τα παγόβουνα των καρδιών και φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγάπη! «Διψώ». τι διψά; Αγιότητα ψυχών και σωμάτων. Είναι εκείνος πού είπε «Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8).
Άλλα που ή αγιότης, πού ή παρθενία, πού ή καθαρότης των ηθών; Παντού υψώνονται ναοί της Αφροδίτης και βωμοί του Βάκχου. Τη σάρκα και όχι το πνεύμα λατρεύει ό κόσμος. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός» (Ψαλμ. 13,3). Ή νεότης σαπίζει μέσα στη διαφθορά, το πνεύμα τυραννείται, ή σάρκα θριαμβεύει. Και ό Χριστός, πού βλέπει άπ' το σταυρό αυτό το βούρκο, φωνάζει. Κόσμε, διψώ αγιότητα και καθαρότητα! «Διψώ». τι διψά;
Αλήθεια και ειλικρίνεια στους λόγους και τα αισθήματα μας. «Εγώ ειμί... ή αλήθεια» και «ή αλήθεια ελευθερώσει υμάς», είπε (Ίωάν. 14,6. 8,32). Άλλα πού αυτά! Όλοι σήμερα φορούμε τη μάσκα της υποκρισίας. Βλέπω γυναίκες πού διαβάζουν θρησκευτικά βιβλία, κάνουν μεγάλους σταυρούς, μιλούν ή μάλλον φλυαρούν περί Θεού, αλλά μένουν μόνο στα λόγια. Έργα μηδέν άκαρπες συκιές. Λησμόνησαν τα λόγια του Χριστού «Ου πάς ό λέγων μοι Κύριε, Κύριε, είσελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών».
Το ίδιο ισχύει και για τους άντρες. και ό Χριστός βλέπει τις μάσκες της υποκρισίας και φωνάζει. Κόσμε, διψώ για αλήθεια και ειλικρίνεια! «Διψώ». τι διψά; Τη σωτηρία της ψυχής σου. Χρόνια σε περιμένει ό Χριστός μας. Άλλα συ συνεχίζεις το δρομολόγιο της αμαρτίας. Στάσου λοιπόν μια στιγμή, άκουσε τον. Σου φωνάζει. Αμαρτωλέ, διψώ τη σωτηρία σου, γι' αυτήν φόρεσα τον ακάνθινο στέφανο, γι' αυτήν ανέβηκα στο σταυρό. Αδελφέ συναμαρτωλέ! Αν βρισκόσουν κάτω από το σταυρό και άκουγες το Χριστό να φωνάζει «Διψώ», είμαι βέβαιος ότι θα έτρεχες να του φέρεις ένα ποτήρι νερό.
Άλλα και σήμερα το ίδιο φωνάζει. «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, ειρήνη, αγάπη, αγιότητα, άλήθεια-ειλικρίνεια, σωτηρία ψυχών. Μη μείνουμε ασυγκίνητοι στη φωνή του. Όποιος αδικεί, όποιος μισεί και φθονεί, όποιος κυλιέται στη λάσπη της ακολασίας, όποιος ζει στην υποκρισία και το ψέμα, όποιος μένει αμετανόητος στην αμαρτία, ας του προσφέρει σήμερα ένα δάκρυ μετανοίας, αυτό προ παντός περιμένει ό Χριστός, αυτό θα Είναι ή καλύτερη δροσιά του.
Ω εσταυρωμένε Λυτρωτά! Δίψασες, και οί σταυρωτέ σου έδωσαν χολή και όξος, διψάς και σήμερα, αλλά στη γη μας έχουν στερέψει οί πηγές του κάλου. Μόνο μικρά ποταμάκια καλοσύνης και αρετής υπάρχουν μέσα στη Σαχάρα του κόσμου. Δός μας τη χάρη σου, ώστε τα ποταμάκια αυτά να γίνουν μεγάλοι ποταμοί, ή Σαχάρα να γίνει κήπος της Εδέμ, να βασιλεύσει παντού ή αγάπη ή δικαιοσύνη ή ειρήνη ή αγιότης ή παρθενία. Κάνε τη σημαία του σταυρού να κυματίζει παντού. Κάνε να σβήσουν μέσα μας όλες οι δίψες της αμαρτίας, και ν' ανάψει στην καρδιά μας ή δίψα εκείνη της αγιότητας, πού αισθάνθηκες εσύ όταν από το σταυρό σου φώναξες «Διψώ».