Ἅγιος Μέρτιος κατετάγη, κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ), στό στρατιωτικό τάγμα στή Μαυριτανία, τό αποκαλούμενο «τῶν Μαύρων». Ἐκεῖ τόν πίεζαν νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα, χωρίς όμως νά καταφέρουν νά τόν πείσουν.
Ὕστερα ἀπό τήν ἄρνησή του αυτή, οἱ εἰδωλολάτρες τόν κατήγγειλαν στόν αὐτοκράτορα ὅτι λάτρευε τόν Ἰησοῦ και τόν ὁδήγησαν ἐνώπιόν του. Ὁ Μάρτυρας παρουσιάσθηκε καί στάθηκε μπροστά στόν ἡγεμόνα μέ σεμνότητα, ἀλλά καί ἄφοβη γενναιότητα. Ὁ Μέρτιος ὑποκλίθηκε πρῶτα, γιά νά δείξει ὅτι τιμᾶ τόν ἄρχοντα, ἀλλά ἔπειτα ἀνένευσε καί ἀρνήθηκε νά συμμορφωθεῖ πρός τήν διαταγή. Καί δεικνύοντας τίς πληγές, πού εἶχε μαχόμενος κάτω ἀπό τήν σημαία τοῦ αὐτοκράτορα, δήλωσε ὅτι εὐλαβεῖται τό βασιλέα, ὅτι εἶναι ἕτοιμος νά δώσει τό αἷμά του ὑπέρ τοῦ στρατιωτικοῦ καθήκοντος, ἀλλά ὅτι ἡ ψυχή του καί ἡ συνείδησή του ἀνήκουν στήν λατρεία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Διοκλητιανός ἐξαγριώθηκε καί ἄρχισε νά ὑποβάλλει τόν Ἅγιο σέ ταπεινώσεις καί βασανιστήρια. Πρῶτα διέταξε νά τόν καθαιρέσουν ἀπό τό στρατιωτικό του ἀξίωμα, ἀφαιρώντας του τήν ζώνη, πού ἦταν τό διακριτικό γνώρισμα τοῦ στρατιωτικοῦ του ἀξιώματος καί στή συνέχεια τόν μαστίγωσαν ἀλύπητα. Άντεξε ὅμως στά βασανιστήρια χωρίς νά βγάλει τήν παραμικρή κραυγή, προκαλώντας κατάπληξη στόν τύραννο, αλλά καί ἐπαυξάνοντας τήν ὀργή του. Ἔτσι, τό βασανιστήριο συνεχίστηκε ἐπί πολλή ὥρα, μέχρι πού ὅλο τό σῶμα τοῦ Μάρτυρα ἔγινε μία ἀνοιχτή πληγή. Τότε, μέ ἐντολή τοῦ ἀδίστακτου τυράννου, σταμάτησαν τήν μαστίγωση τοῦ Μερτίου καί τόν ἔριξαν στήν φυλακή, όπου ὁ γενναίος αὐτός ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, παρέδωσε τήν τίμια ψυχή του στίς πατρικές ἀγκάλες Του.