Βίοι Αγίων

Βίοι Αγίων Φεβρουαρίου

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἀθηναῖος (5 Φεβρουαρίου)

15 Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀντώνιος γεννήθηκε στήν Ἀθήνα ἀπό φτωχούς καί ἀφανεῖς γονεῖς, τόν Μῆτρο καί τήν Καλομοίρα. Σέ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νά ἐργάζεται, γιά νά βοηθήσει τήν οἰκογένειά του, σέ Τούρκους πού εἶχαν ἔλθει ἀπό τήν Ἀλβανία. Σέ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπό τῶν αὐθεντῶν του σέ κάποιους Ἀγαρηνούς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τόν ἀγόρασαν μέ σκοπό νά τόν βασανίσουν, γιά νά τόν ἐξισλαμίσουν. Ἐπειδή δέν κατάφεραν νά κάνουν τόν Ἅγιο νά ἀλλαξοπιστήσει, τόν πούλησαν σέ ἄλλους σκληρότερους Τούρκους. Μεταπωληθείς πέντε φορές σέ σκληρότερους αὐθέντες, σέ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μέ πνευματική ἀνδρεία καί γενναιότητα ψυχῆς πιστός στήν πατρῴα εὐσέβεια. Τελικά ἀγοράσθηκε ἀντί 400 γροσσίων ἀπό ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό καί ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Στό ἐργαστήριο πού δούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπό κάποιον Τοῦρκο, πού κάποτε στό παρελθόν τόν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τόν κατηγόρησε ὅτι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ, τώρα ἀποκήρυσσε τόν Ἰσλαμισμό.

Τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουράτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μέ κολακεῖες καί ἀπειλές προσπάθησε νά τόν κάνει νά ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μήν νομίζεις ὅτι θά καταφέρεις νά μέ ἀποτρέψεις ἀπό τήν πίστη μου στόν Χριστό μέ τά φοβερίσματά σου. Γι’ αὐτό βασάνισε, μαστίγωσε καί κατατεμάχισε τό σῶμα μου καί ἐπινόησε καί κανέναν ἄλλον καινούργιο καί φοβερότερο θάνατο, ἐπειδή περισσότερο ὑπάρχει περίπτωση ἐσύ νά γίνεις Χριστιανός παρά ἐγώ νά ἀρνηθῶ τόν Χριστό καί νά μήν ὁμολογῶ Αὐτόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί ἀληθινό Θεό».
Ὁ κριτής συγκινημένος ἀπό τήν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρα, προσπάθησε νά τόν ἀθωώσει. Ἐπειδή ὅμως, φοβήθηκε τούς ψευδομάρτυρες, τόν ἀπέστειλε στόν βεζίρη Μεχμέτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τά περί τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζίρης, πεισθεῖς γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιά νά ἀποφύγει τήν ὀργή τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολή νά τόν φυλακίσουν. Ὅμως τό μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τόν βεζίρη στόν σουλτάνο Χαμίτ τόν Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) γιά δωροδοκία καί ἔτσι ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολή νά ἀποκεφαλίσουν τόν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καί πάλι τήν πίστη του στόν Χριστό, δέχθηκε τό ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθεῖς τό ἔτος 1774 μ.Χ, ἡμέρα Τετάρτη, στήν περιοχή Ἂκ – Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ὅσιος Ἰσίδωρος ο Πηλουσιώτης (4 Φεβρουαρίου)

15 Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἐγεννήθηκε στήν Αἴγυπτο περί τό 360 μ.Χ. ἀπό γονεῖς θεοφιλεῖς καί ἦταν συγγενής τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου (385 – 412 μ.Χ.) καί Κυρίλλου Α’ (412 – 444 μ.Χ.). Σέ νεαρή ἡλικία ἔλαβε μεγάλη καί θαυμαστή θεολογική καί φιλοσοφική γνώση. Στήν ἀρχή ἐργάσθηκε ὡς διδάσκαλος καί κατηχητής τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας. Ἐπιζητώντας ὅμως τήν ἡσυχία, γιά νά δύναται νά ἀσχοληθεῖ μέ τό ἔργο τῆς ζωῆς του, τή μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀποσύρθηκε σέ κάποιο μοναστήρι στό ὄρος Πηλούσιο, γι’ αὐτό καί ἔλαβε τό ὄνομα Πηλουσιώτης. Ἀργότερα χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί στή συνέχεια ἐκλέγεται ἡγούμενος στό μοναστήρι του.
Τό εὐγενές και ὑπέροχο ἦθος του, ὁ ὑποδειγματικός ἀσκητικός βίος καί ἡ τεράστια θεολογική κατάρτισή του συνετέλεσαν, ὥστε ταχέως νά ἀποκτήσει μεγάλο κύρος καί φήμη, νά ἀναδειχθεῖ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πηλουσίου, νά καταστεῖ περίβλεπτος καί νά θεωρεῖται μοναδικός στίς ἑρμηνεῖες χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κατά τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού συνῆλθε στήν Ἔφεσο τό ἔτος 431 μ.Χ. ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος ἀναφαίνεται μέ μεγάλη ὑπόληψη καί σπουδαῖο κύρος στήν Ἐκκλησία. Ἔλεγχε μέ παρρησία τούς ἁμαρτάνοντες, ἐφώτιζε τούς πάντες μέ τό θεῖο του λόγο, ἐνουθετοῦσε τούς ἄρχοντες, ὑπεστήριζε τούς κλονιζόμενους καί ἦταν ἡ «μοῦσα τῆς ἡμετέρας αὐλῆς», ὅπως ἀποκαλοῦσε αὐτόν ὁ ἱερός Φώτιος. Συνέγραψε δέ ἀρκετές πραγματεῖες, ὡς καί πλῆθος ἐπιστολῶν, ἀπό τίς ὁποῖες σώζονται πολλές, μέ τίς ὁποῖες ἐνουθετοῦσε, συμβούλευε και συγχρόνως ἐξηγοῦσε τίς θεῖες καί σωτήριες Γραφές.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά τό ἔτος 440 μ.Χ.

Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ὁ Στουδίτης (4 Φεβρουαρίου)

15 Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁμολογητής ἐγεννήθηκε στήν Κυδωνία τῆς Κρήτης τό 792 μ.Χ. Σέ νεαρή ἡλικία οἱ γονεῖς του τόν ἔστειλαν στήν Κωνσταντινούπολη, στόν θεῖο του Θεοφάνη, πού ἦταν μοναχός στήν περιώνυμη μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου καί ἔγινε καί αὐτός μοναχός. Στήν ἡσυχία τῆς Μονῆς, ὁ Νικόλαος εἶχε τήν εὐκαιρία νά λάβει μεγάλη θεολογική καί φιλολογική παιδεία, νά διακριθεῖ στούς ἀσκητικούς ἀγῶνες καί νά φθάσει στά ὕψη τῆς ἠθικῆς τελειότητος. Ὁ Ὅσιος ἀναδείχθηκε καί στήν τέχνη τῆς ἀντιγραφῆς χειρογράφων.
Κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ Μονή Στουδίου καί οἱ μοναχοί της ὑπέστησαν μεγάλες διώξεις γιά τήν προσήλωσή τους στόν ἀγώνα ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.) ἀντιστάθηκε, ὁ δέ αὐτοκράτορας Λέων ὁ Ε’ (813 – 820 μ.Χ.) συνεκάλεσε Σύνοδο ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Πατριάρχη καί τόν ἐξόρισε στήν Προικόννησο. Διάδοχός του ἐχειροτονήθηκε ὁ Θεόδοτος ὁ Μελισσηνός (815 – 821 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος συγκρότησε Σύνοδο, γιά νά καταδικάσει τούς προμάχους τῆς Ἐκκλησίας. Στή Σύνοδο προσεκάλεσε τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στουδίου Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος δέν προσῆλθε στή Σύνοδο, ὄχι γιατί ἐφοβόταν, ἀλλά γιατί ἤθελε νά στιγματίσει διά τῆς ἀποχῆς του τήν παράνομη συγκρότηση τῆς Συνόδου. Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ἐξορίσθηκε μαζί μέ τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Θεόδωρο. Λίγο μετά ἐφυλακίσθηκε γιά τρία χρόνια, παλεύοντας μέ τή δίψα καί τήν πείνα, καί στή συνέχεια ἐξορίσθηκε στή Σμύρνη. Καί ἐκεῖ τόν ἔριξαν στή φυλακή.

Ἅγιος Ἀβράμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ Περσίδος (4 Φεβρουαρίου)

15 Ἅγιος Ἀβράμιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Περσικῆς πόλεως Ἀρβήλ ἐπί βασιλέως Σαβωρίου. Κατά τό πέμπτο ἔτος τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος ἔγινε στήν Περσία, ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπό τόν ἀρχιμάγο τοῦ βασιλέως πού ὀνομαζόταν Ἀδελφωρᾶς. Ὁ εἰδωλολάτρης ἀρχιμάγος τόν ἐπίεζε, μέ ἀπειλές καί ὑποσχέσεις νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε πρός αὐτόν: «Ἄθλιε καί ταλαίπωρε, πῶς δέν φοβᾶσαι προτρέποντάς με νά πράξω κάτι πού δέν πρέπει; Νομίζεις ὅτι εἶναι φυσικό νά ἀρνηθῶ τόν Δημιουργό καί νά προσκυνήσω τό κτίσμα καί δημιούργημά Του;».
Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου ἐξόργισε τόν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τόν μαστιγώσουν μέ ράβδους γεμάτες ρόζους. Ὅση ὥρα τόν ἐκτυποῦσαν ὁ Ἅγιος προσευχόταν καί ἔλεγε: «Κύριε, μήν τούς λογαριάσεις αὐτή τήν ἁμαρτία· δέν ξέρουν τί κάνουν». Καί σέ κάθε βασανιστήριο ἐπεκαλεῖτο τόν Χριστό καί ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθα ἐμένα τόν δοῦλον σου, ἐπειδή σέ ἐσένα πιστεύει ἡ ψυχή μου». Μόλις εἶδε αὐτό ὁ ἀρχιμάγος διέταξε τόν διά ξίφους ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἁγίου Ἀβραμίου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στόν Θεό.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Δίκαιος ὁ Θεοδόχος (3 Φεβρουαρίου)

15 Συμεών ἦταν ἄνθρωπος δίκαιος καί εὐλαβής, «προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Ἦταν ἄνθρωπος κατά τήν φύση, ἀλλά στήν ἀρετή ἄγγελος, ἄνθρωπος συναναστρεφόμενος μέ ἀνθρώπους, ἀλλά συμπολιτευόμενος μέ ἀγγέλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δέν θά πεθάνει προτοῦ ἀξιωθεῖ νά δεῖ τόν Χριστό καί νά Τόν κρατήσει στήν ἀγκαλιά του.
Ἡ Θεοτόκος κατά τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ εἶπε: «Δέξαι γεραρώτατε ἄνθρωπε, τόν πρός σέ μᾶλλον ἢ πρός ἐμέ τήν τεκοῦσαν νῦν ἐπειγόμενον· δέξαι τόν σέ ποθοῦντα μᾶλλον ἢ Ἰωσήφ· δέξαι τόν δευτέραν τῆς σῆς φιλίας τήν πρός ἐμέ τήν μητέραν στοργήν, ὡς ἔοικε λογιζόμενον· δέξαι, καί, ὡς βούλει, τοῦ ποθουμένου καταπόλαυε». Καί ἀμέσως μετά ἀπέθεσε στά χέρια τοῦ Πρεσβύτου Συμεών τόν Κύριο.
Ὁ Συμεών «σκιρτᾷ καί ἀγγαλιᾷ, καί λαμπρᾷ καί διαπρυσίῳ φωνή περί αὐτοῦ ἀνακέκραγε λέγων· οὗτός ἐστιν ὁ ὢν καί προών καί ἀεί τῷ Πατρί συμπαρών, ὁμοούσιος, ὁμόθρονος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἄῤῥητος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἀτέκμαρτος. Οὗτός ἐστι τῆς πατρικῆς δόξης τό ἀπαύγασμα, οὗτός ἐστιν ὁ χαρακτήρ τῆς πάντως συστάσεως, τοῦτο τό φῶς τῶν φώτων, ἐκ πατρικῶν ἀνατέλλον κόλπων».
«Εἶδε δέ ὁ Συμεών καί τόν Δεσπότην ἐπέγνω καί τήν ἑαυτοῦ ἀπόλυσιν. Τί λέγων; Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου δέσποτα κατά τό ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ἐπειδή προώρισε πρό τῶν αἰώνων ὁ νῦν γαλακτοτροφούμενος, ὁ ὑπό τῶν χειρῶν μου βασταζόμενος τοῦ μή ἰδείν με θάνατον πρίν ἴδω τόν Χριστόν Κυρίου
».
Ὁ Συμεών προεῖπε στή Θεοτόκο ὅσες ἔμελλε νά ὑποστεῖ πικρίες καί ὅτι ὁ Κύριος θά ἦταν «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Στό σημεῖο αὐτό γράφει ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, Ἐπίσκοπος Ἰκονίου: «Τοῦ Συμεῶνος εἰρηκότος περί τοῦ Κυρίου εἰς ἐξάκουστον τῶν παρθενικῶν ἀκοῶν τό· ἰδού οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ καί, ἠγανάκτησεν εἰκός ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου κατά τοῦ Συμεῶνος λέγουσα πρός αὐτόν· Οὐκ οἶδας τί διαγορεύεις ἄνθρωπε. Ἐπί τόν Χριστόν σκυθρωπά καταγγέλλεις; Οὐκ οἶδας τήν σύλληψιν τοῦ παιδίου καί ὡς περί κοινοῦ τόκου σημεῖον ἀντιλογίας μηνύεις. Οὐδεμία πτῶσις ἐν αὐτῷ, ὕψωσις δέ πολλή καί συγκατάβασις τοῖς εὐεργετουμένοις. Τί οὖν οὐκ εὐλογεῖς φάσκων· ἰδού οὗτος κεῖται οὐκ εἰς πτῶσιν, ἀλλ’ εἰς ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· διά τί δέ καί λέγεις σημεῖον ἀντιλεγόμενον; Ὁ δέ Συμεών πρός τήν παρθένον· ἀρκεῖ σοι, παρθένε, τό μητέρα σε κληθῆναι· ἱκανόν σοι τό τροφόν εὑρεθῆναι τοῦ τρέφοντος τόν κόσμον· μέγα σοι τό σαρκί βαστάσαι τόν τά πάντα βαστάζοντα. Ὁ ἐν σοί νῦν Χριστός κατοικήσας καί ἐν ἐμοί νῦν ὁ αὐτός τά περί αὐτοῦ λαληθῆναι παρεσκεύασεν ὅτι οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ· εἰς πτῶσιν τῶν ἀπίστων Ἰουδαίων, εἰς ἀνάστασιν δέ τῶν πιστευόντων ἐθνῶν… σημεῖον ἀντιλεγόμενον τόν σταυρόν προσαγορεύσας».
Ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο, μαζί μέ τῆς Προφήτιδος Ἄννας στό Ἀποστολεῖο Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πού ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx

Προφήτιδα Ἄννα (3 Φεβρουαρίου)

7 Προφήτιδα Ἄννα ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουήλ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἀσήρ. Ἀφοῦ ἔζησε μέ τόν σύζυγό της μόνο ἑπτά χρόνια, γιατί ἐκεῖνος ἀπεβίωσε, πῆγε καί ἐγκαταστάθηκε στό ναό καί πρόσφερε τίς ὑπηρεσίες της. Ἔτσι λάτρευε τόν Θεό νύχτα καί ἡμέρα, μέ προσευχή καί νηστεία. Γι’ αὐτό καί ἀξιώθηκε νά δεῖ καί αὐτή τόν Κύριο, τόν ὁποῖο προσήγαγε στό ναό ἡ Παναγία καί ὁ δίκαιος Ἰωσήφ.
Ἡ Προφήτιδα Ἄννα κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἡ Σύναξή της ἐτελεῖτο, μαζί μέ τοῦ δικαίου Συμεῶν στό Ἀποστολεῖο Ἰακώβου Ἀδελφοθέου, πού ἦταν παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης.

Ἅγιος Βλάσιος ὁ βουκόλος (3 Φεβρουαρίου)

15 Ἅγιος Μάρτυς Βλάσιος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί γεννήθηκε ἀπό πλούσιους καί φιλάνθρωπους γονεῖς. Οἱ ἐπαγγελματικές ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του τόν ἀνάγκασαν νά ἀπομακρυνθεῖ γιά λίγο ἀπό τήν Καισάρεια. Ὅταν ἔγινε διωγμός ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ εἰδωλολάτρες τόν καταζητοῦσαν ὡς Χριστιανό, ἀλλά δέν τόν εὕρισκαν. Ἡ μητέρα του, πού ποθοῦσε τή σωτηρία του, τοῦ συνέστησε νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς φυγῆς. Ἀλλά ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Τόσοι ἄλλοι μαρτυροῦσαν. Γιατί, λοιπόν, αὐτός νά δραπετεύσει; Ἔτσι, προσῆλθε μέ προθυμία καί παραδόθηκε στούς διῶκτες του, τούς ὁποίους καί φιλοξένησε καί περιποιήθηκε σάν νά ἦταν εὐεργέτες του.
Τόν συνέλαβαν καί ἀφοῦ τόν μαστίγωσαν τόν ἔριξαν μέσα σέ κοχλαζόμενο λέβητα, ὅπου διέμεινε πέντε ἡμέρες χωρίς νά πάθει τίποτα. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε τόν Ἅγιο σῶο καί ἀβλαβή. Ἔτσι, πολλοί στρατιῶτες, πού εἶδαν τό θαῦμα, πίστεψαν στόν Χριστό καί βαπτίσθηκαν ἀπό τόν Ἅγιο μέ τό νερό τοῦ λέβητος.

Ἅγιοι Σταμάτιος καὶ Ἰωάννης οἱ Νεομάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι καὶ ὁ συνοδίτης αὐτῶν Νικόλαος (3 Φεβρουαρίου)

15ἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ἰωάννης καί Νικόλαος κατάγονταν ἀπό τίς Σπέτσες καί μαρτύρησαν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ στή Χῖο, τό ἔτος 1822 μ.Χ. Ἀπό αὐτούς οἱ δύο πρῶτοι, ὁ Σταμάτιος καί ὁ Ἰωάννης, ἤσαν ἀδελφοί. Ὁ πατέρας τους ὀνομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης καί ἡ μητέρα τους Ἀνέζω.
Κατά τό ἔτος 1822 μ.Χ. οἱ Ἅγιοι ξεκίνησαν τό ταξίδι τους γιά τήν Κωνσταντινούπολη μαζί μέ ἄλλους πέντε ναυτικούς, πού ἀσχολοῦνταν μέ τό ἐμπόριο, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ συναθλητής αὐτῶν Νικόλαος. Ἡ σφοδρή θαλασσοταραχή τούς ἀνάγκασε νά προσαράξουν ἀπέναντι ἀπό τή Χῖο, σέ παραλία τῆς Μικρασιατικῆς γῆς πού ὀνομαζόταν Τσεσμέ. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν στήν ξηρά, φοβούμενοι τούς Τούρκους, ἐμπιστεύτηκαν τήν ζωή τους σέ κάποιον Χριστιανό, τόν ὁποῖο παρακάλεσαν νά μεριμνήσει, δίδοντάς του ἀμοιβή γιά τήν ἐξεύρεση ὑλικῶν, προκειμένου νά ἐπισκευάσουν τά χαλασμένο πλοιάριό τους. Ὅμως αὐτός τούς πρόδωσε στόν ἀγᾶ καί ὁδήγησε ἐναντίον τους, τούς Τούρκους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τούς κατεδίωξαν. Ἀπό τούς ἑπτά οἱ δύο φονεύθηκαν, ἄλλοι δέ δύο ἔφυγαν διά θαλάσσης. Οἱ Ὀθωμανοί, ἐξαγριωμένοι, συνέλαβαν τούς δύο ἀδελφούς, Σταμάτιο καί Ἰωάννη καί τόν γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ὁ πασᾶς, ἀφοῦ τούς ἀνέκρινε, ἔδωσε ἐντολή νά φυλακίσουν τούς δύο ἀδελφούς καί νά ἀποκεφαλίσουν τό Νικόλαο στήν ἐκτός τοῦ κάστρου πεδιάδα.

Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἰσαπόστολος (3 Φεβρουαρίου)

15 Ἅγιος Νικόλαος, κατά κόσμο Ἰωάννης Ντιμιτρέβιτς Κασάτκιν, γεννήθηκε τήν 1η Αὐγούστου 1836 στό χωριό Μπεργιοζόβσκυ τοῦ Μπέλκ, κοντά στήν περιοχή τοῦ Σμολένκ. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Δημήτριος καί Ξένη καί ἦσαν εὐσεβεῖς καί φιλόθεοι. Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀγάπησε τόν ἐκκλησιαστικό βίο ἀπό τήν παιδική του ἡλικία καί ἔκανε τά πρῶτα βήματά του μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν βοήθεια τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν ἱερεύς. Ὅταν ὁ Ἰωάννης μεγάλωσε, πῆγε στό τοπικό δημοτικό σχολεῖο καί μετά στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Μελίνσκι. Ἀφοῦ ἀποφοίτησε μεταξύ τῶν πρώτων, συνέχισε τίς σπουδές του στή θεολογική ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, ἀπό τήν ὁποία τελείωσε τό ἔτος 1861.
Στήν Ἰαπωνία, λίγο μετά τήν ἄφιξη τῶν Πορτογάλων Ἰησουϊτῶν στό νότιο ἄκρο τόν 17ο αἰῶνα, οἱ Ὀλλανδοί ἔμποροι εἶχαν πείσει τήν κυβέρνηση πώς πρέπει ἡ χώρα νά προφυλαχθεῖ ἀπό τήν ὀλέθρια ἐπιρροή τῶν ξένων. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά κλείσουν τά λιμάνια γιά ὅλους ἐκτός ἀπό τούς ἐμπόρους αὐτούς. Γιά διακόσια χρόνια κράτησε ἡ πολιτική τοῦ ἀπομονωτισμοῦ, πού ἄρχισε σιγά – σιγά νά ὑποχωρεῖ. Ἔτσι δόθηκε στόν Ἅγιο Νικόλαο ἡ εὐκαιρία νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο στήν Ἄπω Ἀνατολή.

Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 214 επισκέπτες

Εμφανίσεις Άρθρων
5503384

Copyright © 2023 Πρωτοπρεσβύτερος Χρήστος Πυτιρίνης. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. 

Δημιουργία ιστοτόπου: CJ web Services & Eshop

grafiko 2

Search