«Συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη»
το σημερινὸ εὐαγγέλιο ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς μιλάει γιὰ τὸ δικαστήριο ἐκεῖνο τῆς δευτέρας παρουσίας. Θὰ ἔλθει ἡ ἡμέρα ἐκείνη καὶ ὁ δίκαιος κριτὴς θὰ καθίση «ἐπι θρόνου δόξης αὐτοῦ». Είναι ὁ Κύριος του οὐρανοῦ καὶ τῆς γής. Δὲν θὰ μοιάζει ἐκείνη ἢ παρουσία μὲ τὴν πρώτη. Τότε ἦλθε στὴν ἀφάνεια. Γεννήθηκε ταπεινὰ σὲ μία σπηλιά, ἀνίσχυρο βρέφος ξεφεύγει τὸ ξίφος τοῦ Ἡρώδη. Ἔζησε ἀνάμεσα στοὺς φτωχοὺς καὶ ταπεινούς. Ἐργάστηκε, πόνεσε, κοπίασε, στερήθηκε. Γλυκός, γαλήνιος, γεμάτος καλοσύνη, δίδαξε στὰ χωριά, στὶς ἐρημιές, στὶς πολιτεῖες. Στὰ ἀκρογιάλια, καθισμένος σὲ μία πέτρα, σὲ ἕνα καΐκι. Δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴ κλίνη».
Ξενυχτοῦσε στὴν προσευχὴ πεσμένος στὰ γόνατα. Κατηγορήθηκε, μισήθηκε καὶ διώχτηκε. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὸ παράνομο συνέδριο. Ἀνέβηκε στὸν Γολγοθὰ μὲ τὸν σταυρὸ στὸν ὦμο σὰν κακοῦργος. Καὶ μία ἀπερίγραπτη ὀδύνη συνοδεύει τὸν ξευτελισμό, τὴ γύμνωση, τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, τὰ καρφιὰ καὶ τὸν θάνατο. Δὲν θὰ εἶναι ὅμοια ἀδελφοί μου, ἢ δεύτερη παρουσία του. Τότε ἦλθε νὰ καλέση σὲ μετάνοια, τώρα θὰ ἔλθη νὰ κρίνη. Τότε ἦλθε ταπεινὸς νὰ δώση τὴ ζωὴ τοὺ «λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Τώρα θὰ ἔλθη μὲ δόξα θεία, μὲ στρατιὲς ἀγγέλων. Μὲ ἀρχαγγελικὰ σαλπίσματα, μὲ βιβλία ἀνοιγμένα, μὲ τὴν παντοδύναμη ἐξουσία του, ὅπως εἶχε βεβαιώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάστασή του, «ἐδόθη μοὶ πάσα ἐξουσία ἐν οὐρανῶ καὶ ἐπὶ γής».